Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

29 Μαϊου 1453: Η αποφράδα ημέρα μέσα από τη μοναδική ιστορική αφήγηση του Γ. Φραντζή


Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα [Κωνσταντίνου Παλαιολόγου] έσφιξαν την καρδιά τους, αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παιδιά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθελαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης.
Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους.
Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρήνους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα.
Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τείχη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρατούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας.
Όταν φτάσαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβήκαμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κοντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθεση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει.
Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επίθεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύτερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότερο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ριχτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη. Έτσι λοιπόν ο πόλεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκονταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέφοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκητικές τους μηχανές.
Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρατόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.
Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλπιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φωνές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιάκοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παραθαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα.
Οι πολεμικές μηχανές, που έριχναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις εχθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα.
Όπου έβλεπαν συγκεντρωμένους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλεβόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή αντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κάνουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυλής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν.
Ποιος μπορεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μερικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους εχθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νικήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρεψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κάτω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενεθάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρατάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στεφάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».
Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πάνω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμάτησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιωπηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν είπε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.
Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλησίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πόλη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθανε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβαλε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρκοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμίζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς.
Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθήσουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμποδίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χασάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λιθοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώθηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο.
Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέβαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα».
Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.
Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δεσπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συμπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτασε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρίζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγωνίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέθηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Όσοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών.
Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους εχθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκείνη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή του.
Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους.
Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γενναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πάντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη.
Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχειρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν.
Ποιος μπορούσε να περιγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικόνες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιερέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα.
Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κειμήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!
Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τράπεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέλες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκκλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλεπαν. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φόνοι και βιασμοί.
Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέτρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.
Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διάφορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πατριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προηγούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χειροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννάδιο.
Σημείωση: Ο πρωτοβεστιάριος, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος, Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1480) ήταν ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης Πόλης από τους Τούρκους.

ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΚΗΣ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ



680_1451278788500139_8075487578161537553_o»Στο όνομα του  Ελεήμονος Θεού»

»Στο όνομα των δικαίων μαρτύρων που θυσίασαν  το καθαρό αίμα τους για τον εξαγνισμό της Συριακής γης»

Ο ουρανός σαν δάκρυα να βρέξει απελευθέρωση και καλοσύνη και να αφανίσει από τη ζωή μας το Τζιχάντ.
Ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αν η ανθρωπιστική και πνευματική του παιδεία μετουσιωθεί σε υλική , πραγματική δύναμη.
Όταν η θεωρία γίνεται πράξη, και η ιδέα ψυχή, τότε οι μάζες υπερβαίνουν την υλική ζωή
Αυτό που συμβαίνει στον σημερινό ταραγμένο κόσμο μας επιβεβαιώνει την ανθρωπιστική και πνευματική υπεροχή επί του χαοτικού, άγριου πολέμου .
Η εικόνα της σημερινής απόλυτης καταστροφής   είναι απλά ο κανόνας της ιδεολογίας της καταστροφής και της μαζικής ανθρωποκτονίας.
Είναι η εικόνα του ιδιωτικού συμφέροντος, με την έννοια της εδραίωσης μιας παγκόσμιας νομιμοποίησης του επικυρίαρχου Ιμπεριαλισμού…της εδραίωσης της έννοιας της ζωής, ως μια  επιβίωσης στη ζούγκλα…της εδραίωσης της επικράτησης  του ισχυρότερου…
Είναι η απόλυτη εικόνα της επιβεβαίωσης της λειτουργίας ενός διεθνούς κέντρου ελέγχου για τον καταμερισμό και τη διακίνηση όλων των υλικών αγαθών και των ρευστών.
Κάποτε δεσμευόμασταν στον εκλεκτό της καρδιάς μας και της αγάπης μας.
Τώρα στον κόσμο της ελεύθερης οικονομίας, υποχρεωνόμαστε να αποδεχθούμε ως ανθρώπους αυτούς που συμεριφέρονται ως  Λύκοι και αιμοβόρα ζώα.
{Ηγέτη Λαέ  των Αράβων, Ηγέτη Συριακέ Λαέ …}
Στο παρελθόν , οι αραβικοί λαοί οδηγούνταν με γνώμονα την αντεκδίκηση  και γίνονταν ένα ηφαίστειο για τα εθνικά συμφέροντά τους. ‘Οπου και αν συνέβαινε αυτό, σε οποιοδήποτε σημείο του αραβικού κόσμου, προκαλούσε έναν διαδραστικό σεισμό  που ενσωμάτωνε όλους τους Άραβες στον κοινό αγώνα.
Σήμερα που οι καταστροφές επιδεινώνονται, σήμερα που οι Τζιχαντιστές κινούνται ελεύθερα, κανένας δεν επιθεωρεί, κανένας δεν επιβλέπει.
Τη δική μας αρένα, βλέπει μόνο ο Παντεπόπτης  Θεός .
Στα δικά μας  στρατόπεδα έχουμε ενταχθεί και οι ίδιοι ως πρόσφυγες πολέμου που θέλουν να ελευθερωθούν   από τα βάθη του σκότους που πλακώνουν το στήθος μας.
Με την φωνή μας να φθάνει  στον ουρανό καλούμε τον Αραβισμό  στην αποκατάσταση  του ένδοξου Σταυρού και στη μετάβαση προς  τη Μεγάλη Συριακή Αραβική Αναγέννηση.
Μόνο με την ενότητα θα δημιουργήσουμε ένα λαμπρό μέλλον, χέρι-χέρι, όπως άλλοτε.
Ζητάμε και πάλι από το αραβικό ισλαμικό μπλοκ την αποκατάσταση  της ισλαμικής πίστης και ειδικότερα την προσέγγισή της σχετικά με τη δυνατότητά για ειρηνική συνύπαρξη αφενός μεταξύ όλων  των μουσουλμάνων και αφετέρου και με τους χριστιανούς .
Ενσπείρουν τα δαιμόνια των θρησκευτικών και εθνοτικών συγκρούσεων και  το ίδιο όπλο χρησιμοποιούν για να υποβάλλουν και την Παλαιστίνη σε καθημερινή αιμορραγία. Από εμάς απαιτούν την συγκάλυψη όλων αυτών των  γεγονότων που πρωτίστως τα βιώνουμε  σε όλα τα επίπεδα του έθνους μας.
Οι προτάσεις των ΗΠΑ είναι κακόβουλες. Μια σύζευξη  των πραγματικών αναγκών των αραβικών λαών  και των αμερικανικών στόχων-συμφερόντων είναι άτοπος. Ως εκ τούτου προσπαθούν να  αλλάξουν το χάρτη, τις ισορροπίες και τον πολιτισμό της Μέσης Ανατολής στο σύνολό της.
Εμείς οι Σύριοι, εμμένουμε στα δικά μας πολιτισμικά σημεία αναφοράς και στην υπεράσπιση των εθνικών περιουσιακών μας στοιχείων.
Στόχος τους είναι η διάλυση και ο κατακερματισμός του έθνους μας, με κριτήριο  τα συμφέροντα του Ισραήλ και αυτό το βλέπουμε από το αίμα που ρέει άφθονο στη Συρία και στις αδερφικές χώρες της Λιβύης, του Ιράκ , της Υεμένης και αλλού…
Η δε επιθετικότητα της Σαουδικής Αραβίας είναι πλέον κατάφωρη τόσο για την Υεμένη, όσο και για τον κάθε αδελφό μας .
Οι χώρες του Κόλπου είναι μια μεγάλη αυτοκρατορία και μπορούν να επιβάλουν την παρουσία τους και τις δικές τους συντεταγμένες  στον κόσμο .
Ως εκ τούτου, οι Άραβες θα έπρεπε ενωμένοι να σπεύδουν  με  ένα χέρι και μια καρδιά για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των Αράβων σε μια δοκιμαζόμενη χώρα.
Αντ’ αυτού, ο Αραβικός Σύνδεσμος παρά την επίμονη πρόσκλησή μας ως αραβικό έθνος να τοποθετηθεί στην οργανωμένη σύγχρονη  εισβολή στη Συρία και απέναντι των εισβολέων  μας, αδρανεί προκλητικά.
Όμως, το Αραβικό έθνος μας δεν θα πεθάνει. Αντίθετα, ο δικός τους κακώς εννοούμενος »αραβικός εθνικισμός»  θα παραμείνει στην ιστορική μνήμη ως ένα βρώμικο εργαλείο εξυπηρέτησης των επιτεθέμενων εχθρών μας.
Εμείς δεν υποστηριζόμαστε από Διεθνείς Συμμαχίες και Συνδέσμους.
Συμμαχεί    η προσωπική πίστη του καθένα με το αλυτρωτικό  πνεύμα μας.
Συμμαχούμε με τους  μάρτυρες- ήρωες της πατρίδα μας που μπήκαν μπροστά κρατώντας τη σημαία μας για να απελευθερώσουν τη γη μας από τους εγκληματίες του κοινού ποινικού Δικαίου.
Αδιαμφισβήτητα, έχουμε ανάγκη  την  ενότητα με τους Άραβες στον αγώνα μας  ενάντια στην Αποικιοκρατία, τον Ιμπεριαλισμό και το Σιωνισμό. Χρειαζόμαστε την αραβική αλληλεγγύη με γνώμονα τους κινδύνους που ελλοχεύουν  για τη διατήρηση ενός υγειούς αραβικού έθνους.
Εμείς θα πολεμήσουμε την αποικιοκρατία σε όλες τις μορφές της και θα αψηφήσουμε τις πιθανότητες αποτυχίας μας.
Θα πολεμήσουμε για την αποκατάσταση των νομίμων δικαιωμάτων μας και για την επανεκκίνιση της οικονομίας μας και της ανάπτυξης στη βάση της ενεργειακής μας και πρωτογενούς αυτάρκειας  και στην υλοποίηση της βιομηχανικής επανάστασης.
Αρνούμαστε την απόγνωση. Έχουμε άσβεστη την ελπίδα για ένα λαμπρό μέλλον . Για την οικοδόμηση μιας ισχυρής σύγχρονης Συριακής Αραβικής επικράτειας, που θα είναι σε θέση να απαντήσει στις υπερατλαντικές φιλοδοξίες και στους πολλαπλούς κινδύνους της τωρινής καθημερινότητας.
πηγή

Εκείνος ο οποίος αγαπάει είναι μακρόθυμος κι ανεκτικός, είναι καλωσυνάτος, ευργετικός και ωφέλιμος, δε ζηλοφθονεί, δεν υπερηφανεύεται, δεν φέρεται με αλαζονεία και προπέτεια, δεν πράττει άσχημα, δε ζητεί τα δικά του συμφέροντα, δε ερεθίζεται από θυμό και οργή, δε σκέπτεται ποτέ κακό κατά του πλησίον, ούτε λογαριάζει το κακό που έπαθε από αυτόν. Δεν χαίρεται όταν βλέπει να γίνεται αδικία, χαίρεται όμως όταν βλέπει την αλήθεια να επικρατεί. Η αγάπη τα πάντα ανέχεται, στα πάντα εμπιστεύεται, για πάντα ελπίζει, τα πάντα υπομένει

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiq7SxXQNS9uiTcNOThgbLPUsIBdUpJNgVtkapmhrDEwGICGzqMbb_ZTh8JGKzye8wagPc6Z_pEMRQGt8JROlb2iCkVfuUGMzh1NIW7Q1uZiPqitCfKXCr7KyA7v67EzJypKS-VX2Lp-GM/s1600/DSC_1270+small.jpg

Άναυδος ο Σόιμπλε από την ροζ κάλτσα του Γάλλου ομολόγου του!



…και όμως, αυτοί οι κλόουν καθορίζουν τις τύχες των εθνών.

 πηγή

when you were young



http://i.ytimg.com/vi/h3ANEtu_2MI/maxresdefault.jpg

Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!


 perierga.gr - Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!

H τρίτη ηλικία αναλαμβάνει δράση στη Λισαβόνα και ζωγραφίζει τους τοίχους της πόλης. Γυναίκες άνω των 60 αφήνουν τις κατσαρόλες και τα τηγάνια και πιάνουν πινέλα και μπογιές, απολαβάνοντας μια διαφορετική καθημερινότητα. Η ομάδα Lata 65 διδάσκει την τέχνη του δρόμου σε ηλικιωμένους οι οποίοι με τη σειρά τους, αφού μάθουν τα μυστικά του street art αφήνουν τη φαντασία του και φτιάχνουν μικρά έργα τέχνης στο αστικό περιβάλλον.
Η ιδέα ξεκίνησε από γνωστούς καλλιτέχνες του δρόμου της Πορτογαλίας που θέλησαν να παρακινήσουν τους ηλικιωμένους να βγουν από τα σπίτια τους, κάνοντας παράλληλα κάτι όμορφο στην πόλη. Η ομάδα αριθμεί σήμερα πάνω από 100 άτομα που έχουν πάρει πολύ ζεστά το θέμα του γκράφιτι και συναγωνίζονται καθημερινά στη δημιουργικότητα παρέα με τους δασκάλους τους.
perierga.gr - Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!
perierga.gr - Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!
perierga.gr - Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!
v
perierga.gr - Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!
perierga.gr - Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!
perierga.gr - Γιαγιάδες κάνουν γκράφιτι στους δρόμους της Λισαβόνας!

Πάρθεν η Ρωμανία

http://www.hri.org/MPA/gr/other/1453/images/alosi1.jpg
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην°
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.


Δημοτικό τραγούδι του Πόντου

Προσκυνηματική εκδρομή της ενορίας Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου Κατούνας στη Θράκη.

   Το διήμερο 25-26 Μαΐου η ενορία μας με τη βοήθεια του Θεού, πραγματοποίησε προσκυνηματική εκδρομή στη Θράκη, επισκεφτήκαμε τα αιματοβαμμένα χώματα της Μακεδονίας μας, τους αρχαίους Φιλίππους, όπου βρίσκεται το Βαπτιστήριο της Αγ. Λυδίας της Φιλιππησίας, η οποία ήταν η πρώτη Ελληνίδα Χριστιανή που Βάπτισε ο Απόστολος Παύλος. Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε την Καβάλα, την Ξάνθη και διανυκτερεύσαμε στην Κομοτηνή. Την επόμενη ημέρα προσκυνήσαμε την Παναγία του Έβρου στην Αλεξανδρούπολη και στη συνέχεια επισκεφτήκαμε την Ιερά Μονή Παναγίας Κορνοφωλιάς στο Σουφλί, καθώς και τον Ιερό Ναό της Παναγίας της κοσμοσώτηρας στις Φέρες. Επισκεφτήκαμε την πόλη της Αλεξανδρούπολης και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής δια μέσω Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων. Αυτές οι εκδρομές, μας ενώνουν, μας ωφελούν πνευματικά, αλλά και μας ψυχαγωγούν κατά Θεόν.                                                    Ευχαριστούμε τους συμμετέχοντας στην εκδρομή μας και ευχόμαστε ο Θεός να ευλογεί τη ζωή και την πορεία όλων και να μας αξιώσει και πάλι όλοι μαζί να ανταμώσουμε στο επόμενο προσκύνημα που με τη χάρη του Θεού θα πραγματοποιήσουμε.        Ο Θεός μαζί μας.                       











πηγή

Τὸ ὄνειρο ἑνὸς γελοίου ἀνθρώπου (Ἀπόσπασμα)



Dostoyefsky Fyodor

Εἶπα πὼς εἶχα ἀποκοιμηθεῖ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐξακολουθοῦσα νὰ σκέφτομαι τὰ ἴδια πράγματα. Ξαφνικά, ὀνειρεύτηκα πὼς ἔπαιρνα τὸ περίστροφο καὶ πώς, καθισμένος ὅπως ἤμουνα, τὸ πήγαινα ὁλόισια στὴν καρδιά μου — στὴν καρδιὰ καὶ ὄχι στὸ κεφάλι. Κι' ὅμως, εἶχα ἀποφασίσει νὰ χώσω μία σφαίρα στὸ ἀριστερό μου μηνίγγι. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ ἀκούμπησα στὸ στῆθος μου, περίμενα ἕνα - δύο δευτερόλεπτα καὶ τὸ κερὶ μαζὶ μὲ τὸ τραπέζι καὶ τὸν ἀπέναντι τοῖχο ἀρχίσανε ξαφνικὰ νὰ κουνιοῦνται σὰ νὰ τρικλίζανε. Πυροβόλησα βιαστικά.

Πολλὲς φορὲς τυχαίνει νὰ βλέπης στ' ὄνειρό σου πὼς πέφτεις ἀπὸ πολὺ ψηλά, πὼς σὲ πληγώνουν ἢ πὼς σὲ δέρνουνε. Μὰ ποτὲς δὲν νοιώθεις πόνο, ἐκτὸς πιὰ ἂν τύχη νὰ κτυπήσης στὸ σίδερο τοῦ κρεβατιοῦ, ὁπότε δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ πονέσης.

Ὅμως ἐμένα μοῦ φάνηκε πὼς ἔνοιωσα κάποιον κλονισμὸ ἀπ' αὐτὴν τὴν πιστολιὰ— καὶ ξαφνικὰ ὅλα σβύσανε κι ἔμεινα βυθισμένος μέσα σὲ βαθὺ σκοτάδι. Σὰν νὰ τυφλώθηκα καὶ νὰ βουβάθηκα. Ὕστερα, εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα κάτω ἀπὸ κάτι σκληρό, χωρὶς νὰ βλέπω τίποτα κι’ οὔτε νὰ μπορῶ νὰ κάνω τὴν παραμικρὴ κίνηση. Γύρω μου περπατᾶνε, φωνάζουνε, ὁ λοχαγὸς οὐρλιάζει, ἡ σπιτονοικοκυρὰ ὠρύεται. Καὶ πάλι, γίνεται μία ξαφνική, διακοπὴ καὶ μὲ μεταφέρουν ξέσκεπο μέσα σ' ἕνα φέρετρο. Νοιώθω τὸ φέρετρο ποὺ σκαμπανεβαίνει, τὸ συλλογιέμαι αὐτό, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ μούρχεται στὸ νοῦ μου ἡ ἰδέα πὼς εἶμαι πεθαμένος, πεθαμένος γιὰ τὰ καλά. Τὸ ξέρω χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία, ἀφοῦ οὔτε βλέπω οὔτε κουνιέμαι, κι’ ὅμως αἰσθάνομαι καὶ σκέφτομαι. Ἀλλὰ πολὺ γρήγορα συνηθίζω, σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ τῶν ὀνείρων παραδέχομαι ἀσυζητητεί τὴν πραγματικότητα.

Καὶ νὰ ποὺ μὲ κατεβάζουν μέσα στὴ γῆ. Ὅλοι φεύγουν, καὶ γὼ μένω μόνος, ὁλομόναχος. Δὲν κουνάω οὔτε ἕνα μέλος μου. Πρίν, στὰ νυχτέρια μου, ὅταν συλλογιώμουν πὼς θὰ ἤμουν μέσα στὸν τάφο, ἡ μόνη ἰδέα πού μοῦ ἐρχόταν εἴτανε τὸ αἴσθημα τῆς ὑγρασίας καὶ τοῦ κρύου. Ἔτσι καὶ τώρα, ἐνοίωθα πὼς κρύωνα πολύ, καὶ προπαντὸς στὴν ἄκρη τῶν δαχτύλων τῶν ποδιῶν μου, μὰ δὲν ἔνοιωθα τίποτε ἄλλο ἀπ' αὐτό.

Κειτόμουν, καί, παράξενο πράγμα, δὲν περίμενα τίποτα, καὶ παραδεχόμουν χωρὶς νὰ τὸ ἀμφισβητῶ πὼς ἕνας πεθαμένος δὲν πρέπει τίποτα νὰ περιμένη. Μὰ εἶχε ὑγρασία. Δὲν ξέρω πόσο ἔμεινα ἔτσι, μία ὥρα, ἴσως καὶ μερικὲς μέρες, μπορεῖ καὶ πολλὲς μέρες. Καὶ νὰ ποὺ ξαφνικά, πάνω στὸ κλειστὸ ἀριστερό μου μάτι, μέσ' ἀπὸ τὸ σκέπασμα τοῦ φέρετρου, ἔπεσε μία σταγόνα νερό, κι' ὕστερα μιὰ ἄλλη, κι' ἔτσι συνέχεια, σὲ κάθε λεπτό της ὥρας. Ἕνα βαθὺ πεῖσμα μοῦ ‘καψε τὴν καρδιά, κι' ἔνοιωσα ἕνα αἴσθημα φυσικῆς ἀδιαθεσίας: «Εἶναι ἀπὸ τὴν πληγή μου, σκέφτηκα— εἶναι ἡ πιστολιὰ ποὺ τράβηξα, καὶ ἡ σφαίρα βρίσκεται αὐτοῦ». Κι οἱ σταγόνες μαζεύονταν μία κάθε λεπτό. Πέφτανε ὁλόισια πάνω στὸ κλειστό μου μάτι. Καὶ τότε, ξαφνικὰ φώναξα, ὄχι βέβαια μὲ τὴ φωνή μου ἀφοῦ ἦταν παράλυτη, μὰ μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι, τὸν αὐθέντη ἐκεῖνον ποὺ ἤμουν παίγνιό του.

«—Ὅποιος κι' ἂν εἶσαι, ἂν παρεδεχτῶ ὅτι εἶσαι καὶ πὼς ὑπάρχει κάτι τὸ πιὸ λογικὸ ἀπ' αὐτὰ ποὺ εἶμαι παίγνιό του, κι ἄφησε νὰ γίνη ἐδῶ αὐτό. Ἄν μοῦ ἐπιβάλλης αὐτὴ τὴ γελοιοποίηση κι' αὐτὴ τὴ βλακώδη ἐπιβίωση γιὰ νὰ μὲ ἐκδικηθῆς γιὰ τὴ βλακώδη, αὐτοκτονία μου, ποτέ, ὅσο μεγάλο κι' ἂν εἶναι τὸ μαρτύριο ποὺ μπορεῖ νὰ μοῦ ἐπιβληθῆ, δὲν θὰ φτάση τὴν σιωπηλὴ περιφρόνηση ποὺ θὰ νοιώσω, ἔστω κι' ἂν βαστάξη χιλιάδες χρόνια αὐτὸ τὸ μαρτύριο!»

Ἔτσι εἶπα, καὶ σώπασα. Πέρασα κοντὰ ἕνα λεπτὸ μέσα σὲ βαθειὰ σιωπή, καὶ μάλιστα ἔπεσε ἄλλη μιὰ σταγόνα, μὰ ἤξερα, ἤξερα καὶ πίστευα μὲ ἀπόλυτη κι' ἀκλόνητη βεβαιότητα πὼς ὅλα θ' ἀλλάζανε τὴν ἴδια στιγμή. Καὶ νά, ποὺ ξαφνικὰ ἄνοιξε ὁ τάφος μου. Δηλαδή, δὲν ξέρω ἂν ἄνοιξε καὶ ἄδειασε, μὰ μὲ ἅρπαξε ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἄγνωστο ὂν καὶ βρεθήκαμε μέσα στὸ διάστημα. Ξαφνικά, ξαναβρῆκα τὸ φῶς μου, ἡ νύχτα εἴτανε βαθειὰ καὶ ποτέ, ποτέ μου δὲν εἶχα ξαναδῆ τέτοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στὸ διάστημα κι' εἴχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολὺ ἀπὸ τὴ γῆ. Δὲ ρώτησα τίποτε αὐτὸν ποὺ μὲ μετέφερε. Περίμενα, κλεισμένος ἀλαζονικὰ μέσ' στὴ σιωπή μου, ἤμουν βέβαιος πὼς δὲν φοβόμουνα, — κι' ἀναγάλλιαζα ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴ σκέψη πὼς δὲ φοβόμουν. Δὲ θυμᾶμαι, κι' οὔτε μπορῶ νὰ ὑπολογίσω πόσο καιρὸ πετούσαμε• ὅλ' αὐτὰ γίνονταν ὅπως γίνεται πάντα στ' ὄνειρο ὅταν διασχίζουμε τὸ χρόνο καὶ τὸ χῶρο, παραβιάζωντας ὅλους τους νόμους τοῦ εἶναι καὶ τῆς λογικῆς, καὶ δὲ στεκόμαστε παρὰ μόνο στὰ σημεῖα ποὺ ποθεῖ ἡ καρδιά μας.

Θυμᾶμαι, πὼς ξαφνικὰ εἶδα ἐν’ ἀστεράκι μέσ' στὸ σκοτάδια. — Εἶν' ὁ Σύριος; ρώτησα χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ κρατηθῶ, μ’ ὅλο ποὺ τόθελα πολύ. —«Ὄχι, εἶναι τ' ἀστέρι ποὺ εἶχες δῆ μεσ' ἀπ' τὰ σύννεφα, σὰ γύριζες σπίτι σου», μοῦ ἀπάντησε τὸ ὂν ποὺ μὲ μετέφερε. Ἤξερα πὼς ἦταν ἀνθρώπινης καταγωγῆς, μὰ περίεργο πράγμα, δὲν τὸ συμπαθοῦσα καθόλου αὐτὸ τὸ ὄν, καὶ μάλιστα μοῦ προκαλοῦσε βαθειὰ ἀπέχθεια. Περίμενα πὼς θἄβρισκα τὸ ἀπόλυτο μηδέν, καὶ γι' αὐτὸ ἔχωσα τὴ σφαίρα στὴν καρδιά μου. Καὶ τώρα, νὰ ποὺ βρισκόμουν στὴν ἀγκαλιὰ ἑνὸς ὄντος, ὄχι ἀνθρώπινου βέβαια, μὰ ποὺ ἦταν καὶ ὑπῆρχε.

«Ὥστε ὑπάρχει λοιπὸν πέραν τοῦ τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' ἐκείνη τὴν παράξενη ζαλάδα τοῦ ὀνείρου, μὰ ὡστόσο, ἡ καρδιά μου διατηροῦσε κατὰ βάθος τὴν οὐσιαστικὴ ἀρετή της: «ἀφοῦ θὰ ξαναϋπάρξω, ἔλεγα μέσα μου, καὶ θὰ ξαναζήσω ἐπειδὴ τὸ θέλει μιὰ ἀδυσώπητη βούληση, δὲ θέλω οὔτε νὰ νικηθῶ οὔτε νὰ ταπεινωθῶ!»— «Ξέρεις πὼς σὲ φοβᾶμαι καὶ γι' αὐτὸ μὲ περιφρονεῖς», εἶπα ξαφνικὰ στὸ σύντροφό μου μὴ μπορώντας νὰ συγκρατήσω τὴν ταπείνωση αὐτῆς τῆς ἐρώτησης ὅπου διαφαινόταν μιὰ ὁλόκληρη ὁμολογία, καὶ νοιώθοντας πὼς αὐτὴ ἡ δειλία μου τρυβέλιζε τὴν καρδιὰ σὰ νὰ μὲ τσιμποῦσε βελόνα. Ἐκεῖνος δὲν ἀπάντησε στὴν ἐρώτησή μου, μὰ ξαφνικὰ ἔνοιωσα πὼς δὲ μὲ περιφρονοῦσε, πὼς δὲ μὲ κορόιδευε κι οὔτε κἄν μὲ λυπόντανε, καὶ πὼς τὸ ταξείδι μας ἔτεινε σ' ἕνα μυστηριώδη κι' ἄγνωστο σκοπὸ ποὺ μόνο ἐμένα ἀφοροῦσε.

Ὁ τρόμος μεγάλωνε μέσα στὴν καρδιά μου. Ἡ σιωπὴ τοῦ συντρόφου μου μεταδόθηκε καὶ σὲ μένα καὶ μὲ διαπότιζε, ὄχι χωρὶς πόνο, μὲ τὴν σιωπηλὴ παρουσία του. Πηγαίναμε μεσ' ἀπὸ ἀβυθομέτρητα σκοτάδια. Ἀπὸ καιρό, δὲν ἔβλεπα πιὰ τοὺς γνωστούς μου ἀστερισμούς. Ἤξερα πὼς στὸ βάθος τ' οὐρανοῦ ὑπάρχουν ἀστέρια ποὺ οἱ ἀχτίνες τους φτάνουνε στὴ γῆς μόνο ὕστερα ἀπὸ χιλιάδες κι ἑκατομμύρια χρόνια, ἴσως νἄχαμε περάσει κιόλας αὐτὰ τὰ χρονικὰ διαστήματα.

Περίμενα κάτι, γεμάτος ἀπὸ ἕνα νοσταλγικὸ πόνο πού μοῦ ράγιζε τὴν καρδιά. Καὶ ξαφνικὰ ἕνα πολὺ γνωστὸ συναίσθημα ποὺ μοὔφερνε βαθιὲς ἀναμνήσεις μὲ συγκλόνισε ὁλόκληρο. Ξανάβλεπα τὸν ἥλιο μας! Ἤξερα πὼς δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ ἥλιος μας, ἐκεῖνος ποὺ γέννησε τὴ γῆ μας, καὶ πὼς βρισκόμαστε σὲ ἄπειρη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἥλιο μας, μὰ μέσα μου καταλάβαινα πὼς ἦταν ἕνας ἥλιος ἀπόλυτα ὅμοιος μὲ τὸν δικό μας, κάτι σὰν ἀντίλαλος καὶ σὰν σωσίας του. Μία ἀπέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε τὴν ψυχή μου, φέρνοντάς της ἐνθουσιασμό: Τὸ φῶς ἐκείνου ποὺ μὲ δημιούργησε ἀντιλαλοῦσε μεσ' στὴν καρδιά μου καὶ τὴν ἀνάσταινε, κι' ἔνοιωσα γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ κατέβηκα στὸν τάφο τὸ γυρισμὸ τῆς ζωῆς, τῆς παλιᾶς ζωῆς.

—Αφού εἶναι ὁ ἥλιος, ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ἥλιος μὲ τὸν δικό μας, τότε ποῦ εἶναι ἡ γῆ;— Κι ὁ σύντροφός μου μοῦ 'δειξε ἐν’ ἀστέρι σὰ σμαράγδι ποὺ ἀστροφτοκόπαγε μέσα στὴ νύχτα.

Πετούσαμε ὁλόισια καταπάνω του.
—Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνωνται τέτοιες ἐπιστροφὲς μέσα στὸ σύμπαν, εἶναι δυνατὸ νὰ εἶν’ αὐτὸς ὁ φυσικὸς νόμος; Κι' ἂν εἶναι γῆς αὐτὸ μπορεῖ νἄναι ἡ ἴδια γῆς μὲ τὴ δικιά μας;... Ἐντελῶς ὅμοια, τὸ ἴδιο δύστυχη καὶ τὸ ἴδιο φτωχιά, κι’ ὅμως ἀγαπητή, αἰώνια ἀγαπημένη, μία γῆς ποὺ ξέρει ν’ ἀγαπιέται ἀκόμα καὶ ἀπ' τὰ πιὸ ἀχάριστα παιδιά της;... Φώναξα ἀναρριγώντας ἀπὸ ἀβάσταγη, ἀγάπη γι' αὐτὴ τὴ γῆς ποὺ γεννήθηκα καὶ ποὺ λιποτάχτησα ἀπ' αὐτήν. Καὶ ἐμπρός μου, σὰν ἀστραπή, πέρασε ἡ εἰκόνα τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ ποὺ εἶχα προσβάλλει.

—Θα τὰ μάθης ὅλα, μοῦ ἀπάντησε ὁ σύντροφός μου, καὶ στὰ λόγια του, διαφαινόταν ἕνας θλιμμένος τόνος.

Μὰ γρήγορα ζυγώναμε στὸν πλανήτη. Μεγάλωνε μπρὸς στὰ μάτια μου, κι ἄρχισα κι ὅλας νὰ διακρίνω τὸν ὠκεανὸ καὶ τὰ περιγράμματα τῆς Εὐρώπης, ὅταν ξαφνικὰ ἕνα παράξενο αἴσθημα ζήλειας — μία εὐγενικὴ καὶ ἅγια ζήλεια — ἄναψε μεσ' στὴν καρδιά μου. Πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται μιὰ τέτοια ἐπανάληψη, εἶπα μέσα μου, καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Ἀγαπῶ, καὶ μόνο αὐτὴ τὴ γῆς ποὺ ἄφησα μπορῶ ν’ ἀγαπήσω, ποὺ πάνω της ἔμμειναν οἱ στάλες ἀπ' τὸ αἷμα μου, ὅταν, σὰν ἀχάριστος γιός, ἔβαλα τέλος στὴ ζωή μου μὲ μιὰ πιστολιὰ πάνω στὴν καρδιά μου. Μὰ ποτέ, ὄχι, ποτὲ δὲν ἔπαψα νὰ τὴν ἀγαπῶ αὐτὴ τὴ γῆς, ἀκόμα καὶ κείνη, τὴ νύχτα ποὺ τὴν ἀποχαιρέτησα. Νὰ ὑπάρχη τάχα ὁ πόνος πάνω σ' αὐτὴ τὴν καινούργια γῆς; Ἐκεῖ - πέρα, στὴ γῆς μας, μόνο μὲ πόνο μποροῦμε,ν’ ἀγαπήσουμε, καὶ μόνο ,μέσ’ ἀπ' τὸν πόνο. Δὲν ξέρουμε ν' ἀγαποῦμε διαφορετικά, κι' οὔτε ξέρουμε ἄλλη ἀγάπη. Ζητῶ τὸν πόνο γιὰ νὰ μπορέσω ν' ἀγαπήσω, ποθῶ, διψῶ ν' ἀγκαλιάσω κλαίγοντας αὐτὴ τὴ μοναδικὴ γῆς ποὺ παράτησα, καὶ δὲ θέλω νὰ ζήσω, ἀρνιέμαι νὰ ζήσω σ' ὁποιανδήποτε ἄλλη! ...

Μὰ κιόλας, ὁ σύντροφός μου μ’ εἶχε παρατήσει. Ξαφνικά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, βρέθηκα σ’ αὐτὴ τὴν ἄλλη γῆ, μέσα στὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς μιᾶς λιόλουστης μέρας, ὄμορφης σὰν τὸν παράδεισο. Μοῦ φαινότανε σὰ νὰ βρισκόμουν σ' ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ νησάκια τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπέλαγου τῆς γῆς μας ἢ κάπου ἀλλοῦ στὰ ἐρείπια μιὰς ἠπείρου, κοντὰ στὸ ἀρχιπέλαγο. Σ' ἐκεῖνα τὰ μέρη, ὅλα εἴτανε ἀκριβῶς ὅπως καὶ σέ μᾶς, κι’ ὅμως ὅλα ἀχτινοβολούσανε μὲ μιὰ σοβαρὴ κι' ἐπίσημη χαρά, ποὺ ἔφτανε ὡς τὸ ὑπέροχο. Μία σμαραγδένια θάλασσα ἔσκαζε ἁπαλὰ στὴν ἀκρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την μὲ φανερή, σαρκικὴ καὶ σχεδὸν συνειδητὴ ἀγάπη. Δέντρα μὲ θαυμαστὰ κλωνάρια ὀρθώνονταν μ' ὅλο τὸν ὀργιώδη χυμό τους, καὶ τ' ἀναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι' εἶμαι βέβαιος πὼς μὲ χαιρετούσανε μὲ τὸ γλυκὸ τους θρόισμα καὶ μοιάζανε σὰ νὰ ψιθυρίζανε ἐρωτόλογα. Τὸ λιβάδι ἀστραφτοκοποῦσε μὲ τὴ φλογερὴ καὶ χυμώδη ἄνθησή του. Τὰ πουλιὰ σκίζανε σμήνη - σμήνη τὸν ἀέρα, κι' ἔρχονταν ἄφοβα ν’ ἀκουμπήσουνε στοὺς ὤμους καὶ στὰ χέρια μου μὲ χαρούμενα φτεροκοπήματα.

Ὕστερα, εἶδα ἐπιτέλους καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς τῆς μακαρίας γῆς. Ἤρθανε μόνοι τους κοντά μου, μὲ περιτριγύρισαν καὶ μὲ φιλοῦσαν. Παιδιὰ τοῦ ἥλιου, παιδιὰ τοῦ ἥλιου τους — ὤ! τί ὡραῖοι ποὺ ἦταν! Ποτὲς στὴ γῆ μας δὲν εἶχα δεῖ τόση, ὀμορφιὰ στὸν ἄνθρωπο! Μόνο στὰ παιδιά μας, καὶ μάλιστα στὰ πρῶτα παιδικά τους χρόνια, μποροῦσες νὰ διακρίνης κάτι σὰ μιὰ μακρυνὴ ἀνταύγεια, μὰ πολὺ ἐξασθενημένη, αὐτῆς τῆς ὀμορφιᾶς. Τὰ μάτια αὐτῶν τῶν μακάρων λάμπανε ὁλοκάθαρα. Τὰ πρόσωπά τους ἀχτινοβουλοῦσαν τὴ σοφία καὶ τὴ συνείδηση, μιὰ συνείδηση ποὺ εἶχε φτάσει στὴν ὑπέρτατη γαλήνη, ὅμως αὐτὰ τὰ πρόσωπα μένανε χαρούμενα καὶ μιὰ παιδιάστικη χαρὰ ἀντηχοῦσε μέσα στὰ λόγια καὶ στὴ φωνὴ αὐτῶν τῶν ὄντων!

Ὤ! τὰ εἶχα καταλάβει ὅλα, ὅλα ἀπὸ τὴν πρώτη ματιά! Ἐδῶ ἦταν ἡ γῆς, προτοῦ τὴν μολύνη τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Οἱ κάτοικοί της, μιὰ καὶ δὲν ξέρανε τὸ κακό, ζούσανε στὸν ἴδιο ἐκεῖνο παράδεισο ὅπου, σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις τῆς ἀνθρωπότητας, εἴχανε ζήσει κι' οἱ ἔνοχοι προπάτορές μας, μὲ μόνη τὴ διαφορὰ πὼς ἐδῶ ἡ γῆς εἴτανε παντοῦ ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς παράδεισος.

Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ χαρούμενο χαμόγελο μὲ περιτριγυρίζανε καὶ μοῦ χάριζαν ἄφθονα χάδια. Μὲ πήγανε στὰ σπίτια τους καὶ ὅλοι τους θέλανε νὰ μὲ ξεκουράσουν. Δὲ μοῦ κάναν ἐρωτήσεις, φαίνονταν πὼς τὰ ξέρανε ὅλα, καὶ μόνο ἕνα πράγμα θέλανε, νὰ διώξουνε τὸ γρηγορώτερο αὐτὴ τὴν ὀδύνη ποὺ εἴτανε χαραγμένη πάνω στὰ χαρακτηριστικά μου. 
πηγή

Κάλυψε το σώμα του με 1.1 εκατ. μέλισσες για να σπάσει ένα ρεκόρ!



Με μπόλικη υπομονή, αντοχή στον πόνο και φορώντας μόνο το εσώρουχό του ο Gao Bingguo έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομά του στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. 
 




Ποιο ήταν το κατόρθωμά του…; Καλύφθηκε ολόκληρος με 1,1 εκατ.μέλισσες (εκτιμώμενο βάρος 240 κιλά). Το απίστευτο ρεκόρ του 55χρονου σημειώθηκε το πρωί της Δευτέρας στην πόλη Ταϊάν (Κίνα). Σύμφωνα με τα όσα μετέδωσε το RT, ο Gao Bingguo δέχτηκε στο σώμα του περισσότερα από 2.000 τσιμπήματα, ενώ σ' ένα σημείο του δέρματός του η τοπική θερμοκρασία άγγιξε τους 140 βαθμούς. Η πρώτη μέλισσα που τοποθετήθηκε στο σώμα του 55χρονου άνδρα ήταν η βασίλισσα της κυψέλης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της επίπονης διαδικασίας ο Gao Bingguo είχε στα χείλη ένα αναμμένο τσιγάρο, προκειμένου να αποτρέψει την είσοδο μελισσών στο εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας.



Το προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ είχε σημειωθεί το 2011, με το βάρος των μελισσών να φθάνει τότε τα 84 κιλά.