Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

...ο μαθητής ον ηγάπα ο Ιησούς

http://www.christopherklitou.com/8_may_john_the%20theologian.jpg

O π. Φιλόθεος Ζερβάκος († 8 Μαΐου) και ο θάνατος που οπισθοχώρησε

8 Μαΐου 2015
Την 17 – 3 – 1967 εις την κλινικήν «ΝΙΚΑ» έφερα στον κόσμον ένα υγιέστατο αγοράκι το οποίο ζύγιζε 4 κιλά περίπου. Και λέγω υγιέστατο διότι έτσι μου είπε ο παιδίατρος της κλινικής κ. Δουρίδας. Μετά 6 ημέρες παραμονής μου στην κλινική εξήλθα κρατώντας στην αγκαλιά μου τον μοναχογιό μου. Στο σπίτι εφρόντιζα το παιδί σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες του ιδίου παιδιάτρου. Επειδή ήμουν εργαζόμενη και η άδειά μου πλησίαζε να τελειώση πήγα στο ΙΚΑ περιοχής ΚΑΜΠΑ να ζυγίσω το μωρό και να πάρω νέες οδηγίες.

Philothe2

Από εδώ και πέρα όλα άλλαξαν μονομιάς. Η παιδίατρος κ. Παναγιωτάκη εξετάζοντας το μωρό είπε: «το μωρό είναι άρρωστο· έχει ηπατοσωληνομεγαλία, έχει και πυρετό γι’ αυτό δεν τρώει. Πρέπει να εισαχθή στο Νοσοκομείον Παίδων». Έμεινα άφωνη!! δεν πίστευα τα όσα είχα ακούσει. Στενοχωρημένη πήρα ταξί και πήγα στο Νοσοκομείον Παίδων Αγ. Σοφία στα εξωτερικά ιατρεία. Ο παιδίατρος ενέκρινε αμέσως την εισαγωγήν του « 15 – 5 – 1967».
Την επομένην ημέρα άρχισαν οι αιματολογικές εξετάσεις, των οποίων τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Ο ιατρός μου είπε: «το παιδί σας, είναι βαρειά, έχει ηπατοσωληνομεγαλία. Δεν παίρνει βάρος διότι δεν καταπίνει. Είναι εξαντλημένο από τον πυρετό γι’ αυτό δεν ανοίγει και τα ματάκια του. Δεν μπορούμε δυστυχώς να κάνουμε τίποτα, στο αίμα του έχει μεσογειακή αναιμία – δρεπανοκυτταρική. Θα χρειαστή να το μεταγγίσωμε». Εγώ ερωτώ: «αυτό θα γίνεται τακτικά;». «Δεν γίνεται διαφορετικά. Τα παιδιά αυτά έτσι μεγαλώνουν αν ζήσουν, με μεταγγίσεις, παίρνοντας μια μογγολοειδή μορφή».
Φοβερά απελπισμένη έφυγα απ’ το Νοσοκομείο για να πάρω τηλέφωνο τον άνδρα μου και να του πω τα συμβαίνοντα. Από κοινού αποφασίσαμε την βάπτισιν του παιδιού μας η οποία και εγένετο την 19 – 5 – 1967 με ανάδοχον τον κ. Αθανάσιον Κούμπουλα και με τον εφημέριον του Νοσοκομείου. Το μυστήριον έγινε διά ραντίσματος δίδοντας το όνομα ΓΕΩΡΓΙΟΣ.
Μετά δύο ημέρες από την βάπτισιν 21 – 5 – 67 η αδελφή μου κ. Φιλιώ Πιτσιδοπούλου μου είπε: Ευσταθία, πάμε στην οδόν Μακεδονίας. Έχει έλθει από την Πάρο ο πατήρ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ. Να σταυρώση το παιδί; Έτσι και έγινε. Βρήκαμε τον άγ. Γέροντα να κάθεται στην πολυθρόνα του ήρεμος και γαλήνιος. «Καλώς τες» μας ευλόγησε. Έπεσα στα πόδια του γονατιστή και με λυγμούς τον παρακαλούσα να πάμε στο Νοσοκομείο να σταυρώση το παιδί μου. Ο άγ. Γέροντας ακουμπώντας το χέρι του στοργικά στο κεφάλι μου λέγει: δεν χαίρεσαι που θα πάη κοντά στον Χριστό αγγελούδι; — Όχι, όχι, ανεφώνησα τρομαγμένη, θέλω να ζήση. Σε παρακαλώ άγ. Γέροντα πάμε να το σταυρώσης για να γίνη καλά. Αν πάλι είσαι κουρασμένος προσευχήσου από εδώ, το ίδιο είναι, σε παρακαλώ. Σηκώθηκε και μου λέγει: «Περίμενέ με, πάω να ντυθώ».
Στο Νοσοκομείο που φθάσαμε βρήκα τον άνδρα μου να κάθεται κοντά στο κρεββατάκι του και να το κοιτάζη με απέραντη απελπισία. Μια ασθενική αναπνοή έδειχνε πως το παιδί ζούσε ακόμη. Ο άγ. Γέροντας το πλησιάζει, προσεύχεται και το σταυρώνει με το σταυρό που έφερε επάνω του. Εν συνεχεία τοποθετεί την εικόνα της Παναγίας στο μαξιλαράκι του και ω Θεέ μου, το μωρό ανοίγει τα μέχρι τότε σφαλισμένα ματάκια του για μια μόνο στιγμούλα κοιτάζοντας την κίνησιν του χεριού του άγ. Γέροντος.
Πλησιάζω κλαίγοντας και τον ερωτώ: «και τώρα τι να κάνω; Να το αφίσω να πεθάνη εδώ; Ή να το πάρω σπίτι μου;». «Όχι θα σου το δώσουν οι γιατροί σε 2 – 3 ημέρες, αλλά στον χρόνο επάνω θα μου το φέρης στην Πάρο. θέλω να το ξανασταυρώσω». Αυτά τα λόγια άφησαν άναυδους όλους όσους είχαν μαζευτεί εκεί από περιέργεια. Μια νοσοκόμα του λέγει: «τι είναι αυτά παπούλη; Το παιδί είναι στα τελευταία του. Ίσως να μην προλάβουν οι γιατροί να του κάνουν απόψε την μετάγγισιν». Και ο άγ. Γέροντας κούνησε το κεφάλι του λέγοντας: «άλλα σκέπτεσθε εσείς και άλλα η Παναγία» και έφυγε.
Εγώ έμεινα κοντά στο παιδί. Ο πυρετός την νύκτα ανέβηκε στους 39 -40 βαθμούς, είχε δυσκολίες στην αναπνοή. Η διανυκτερεύουσα ιατρός με συνεβούλευσε να βρέχω τα χείλη του με λίγο τσάι ενώ εκείνη προσπαθούσε να του ανοίξη το στοματάκι του για να πιή αντιπυρετικό. Έτσι πέρασε όλη η νύκτα. Το πρωί ο πυρετός είχε κατέβει στα φυσιολογικά όρια. Το μωρό είχε ανοίξει τα ματάκια του και έκλαιγε δυνατά. Η νοσοκόμα που ήλθε στην παράκλησίν μου, μου είπε να το ζυγίσω πρώτα και μετά αν μπορείς τάϊσέ το. Αφού το ζύγισε έκπληκτη μου λέει: περίεργο, πήρε 100 γρ. βάρος. Πως είναι δυνατόν αφού είναι νηστικό 2 μέρες; Και το ξαναζύγισε για να δη μήπως έκανε λάθος, το σημείωσε στο φύλλο νοσηλείας, μου έδωσε ένα μπουκάλι γάλα και έφυγε για να ενημερώση την προϊσταμένη.
Μας κάλεσε ο κ. Δοξιάδης το μεσημέρι της ιδίας ημέρας και μας είπε: Τι εμεσολάβησε από χθες μέχρι σήμερα και το παιδί πήρε τόση καλυτέρευση; Μοιάζει σαν να μην πέρασε τόση ταλαιπωρία. Φυσικά την απάντησίν μας δεν την πίστεψαν οι γιατροί. Την τρίτη ημέρα μας έδωσαν εξιτήριον με την ένδειξιν αναιμία; Φεύγοντας από το Νοσοκομείον πήγα στον άγ. Γέροντα να τον ευχαριστήσω, ακούμπησα δακρυσμένη στα γόνατά του και του είπα: «Άγιε, το παιδί μου σας ανήκει». Και ο Άγιος απαντά: «κράτησέ το, αλλά να φροντίσης να μεγαλώση σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Έχε την ευλογία της Παναγίας και του Χριστού. Έχετε την ευχήν μου».
Την 28 – 11 – 1967 ο Άγιος ονόμασε το μικρό Γεωργάκη ΜΩΥΣΗ – ΘΕΟΣΩΣΤΟ. Σήμερα ο Θεόσωστος είναι 13 ετών χωρίς η ασθένειά του να τον ενοχλή. Στις 27 – 8 – 1978 πήγαμε για ευλογία στο Ιερό Ησυχαστήριο Θαψανών όπου ο Άγιος χάρισε στον Θεόσωστο έναν ξύλινο Σταυρόν με τον Εσταυρωμένον. Ο Θεός, η Παναγία και ο Άγ. Νεκτάριος διά του άγ. Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου έκαναν το θαύμα τους. Δοξάζω τον πανάγαθον Θεόν και την Παναγίαν Θεοτόκον παρακαλώντας να μας προστατεύουν.
Οι γονείς του Θεοσώστου: Ανδρέας και Ευσταθία Μπρούμα, Κρέμου 22 Καλλιθέα, Αθήναι.
Πηγή: Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου. Ένας ένθεος ασκητής – Ιεραπόστολος (1884-1980). Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου. Ιερόν Ησυχαστήριον Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, Θαψανών Πάρου. Σελ. 267-270.
πηγή 

Ένα Τίποτα



Του Γιάννη Λαζάρου
Διανύουμε την εποχή του Υπερεκτιμημένου Τίποτα. Ένα τίποτα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ένας συνασπισμός του τίποτα να το παίζει κυβέρνηση να συνδιαλέγεται με τους τίποτα της Ευρώπης για να αποδώσουν ένα τίποτα στην Ελλάδα. Μια χώρα τίποτα που περιμένει το τίποτα να επιβιώσει.
Ακόμη όμως και στην καθημερινότητά μας κυνηγάμε πλέον ένα τίποτα για να φθάσουμε στο τελειωτικό τίποτα όταν θα βλέπουμε τα ραπανάκια ανάποδα. 
Ένας λαός μπήκε στην δίνη του τίποτα έχοντας μεγαλύτερη αγωνία αν ο Σάκης θα είναι Άξιος Εστί, πώς ο Βαρουφάκης θα φτιάξει την χωρίστρα στο μαλλί του την επόμενη ημέρα για να κάνει μια τίποτα εμφάνιση στα ελληνικά τηλεοπτικά τίποτα, από το να ψάξει να βρει τρόπο να αναποδογυρίσει το τίποτα. Να δημιουργήσει τουλάχιστον ένα κάτι, ένα απειροελάχιστο κάτι. 
Τέσσερις δεκαετίες όλες οι μηχανές του συστήματος δούλευαν για το τίποτα ή για να το πούμε πιο σωστά, σκοπός τους ήταν να υπερεκτιμηθεί το τίποτα. Ένα σύστημα φτιαγμένο από τους τίποτα με μόνο σκοπό το κέρδος άνευ δημιουργίας ήταν λογικό να φτάσει εδώ που έφτασε. 
Είμαστε ακριβώς όπως το φαινόμενο Κιμ Καρντάσιαν. Ένα τίποτα με κ@#@ που απασχολεί καθημερινώς δισεκατομμύρια ανθρώπων για το τίποτα που προσφέρει. Δεν γυρνάμε την πλάτη μας στον κ@#@, αλλά προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να αναδείξουμε τους κ@#@ της ρηχής ψυχής μας για να αποδείξουμε ότι είμαστε ένα τίποτα που όλοι κουβεντιάζουν γι'αυτό. 
Έξι χρόνια όλος ο πλανήτης δεν γνωρίζει την Ελλάδα αλλά το τίποτα που κάνει η Ελλάδα. Δεν έχουμε προσφέρει τα τελευταία 40 χρόνια στον πλανήτη ως λαός, ούτε ένα κόκκο άμμου δημιουργίας. Κάνουμε τόσο ντόρο, όσο και τα σιλικονούχα κωλομέρια της Καρντάσιαν. Γινόμαστε θέαμα αυτολύπησης και ψευτομαγκιάς παράγοντας ένα τίποτα. Το τραγικό είναι ότι είμαστε περήφανοι για όλο το τίποτά μας. 
Αυτές τις ημέρες οι τίποτα πολιτικοί της Ελλάδας διαπραγματεύονται με τους τίποτα δανειστές-εταίρους για να προσφέρουν ένα τίποτα σε μια χώρα που υπερεκτιμά την ανικανότητά της να δράσει. Να κουνηθεί, να δημιουργήσει, να κάνει κάτι αποδεικνύοντας ότι δεν ξόδεψε για το τίποτα τόσα χρόνια τζάμπα οξυγόνο. 
"Οι άλλοι είναι καλύτεροι;" θα ρωτήσει μειδιάζοντας ο τίποτα. Οι άλλοι δεν ήταν ποτέ κάτι ξεχωριστό για να ανησυχούν που είναι ένα τίποτα. Αλλά εσύ, ρε τιποτένιε Έλληνα, που βάζεις ασπίδα την μοναδικότητα της χώρας σου είχες υποχρέωση να μην υπερεκτιμήσεις το τίποτα. Να ξεθάψεις εκείνα τα παραδείγματα που από το τίποτα έφτιαξαν την μοναδικότητα. Αλλά ο εγκέφαλος σου είναι ένα τεράστιο τίποτα που είναι αργά πλέον να βάλει μπροστά τα γρανάζια να σκεφτεί. Ο εγκέφαλος των τιποτένιων εργάζεται μόνο όταν μυθοποιεί το τίποτα και ονειρεύεται να γίνει ένα τίποτα για να θαυμαστεί από τους τίποτα. 
Αυτό το βαρέλι είναι απύθμενο διότι στο βάθος δεν υπάρχει πάτος, αλλά τίποτα. Πέφτουμε με χίλια στην άβυσσο του τίποτα. Σαν το χρέος που φορτώθηκε για το τίποτα η Ελλάδα και θα συνεχίσει εις το διηνεκές να μεγαλώνει την χοάνη του τίποτα που μάς τραβά προς τα κάτω. Θα ξεχρεώνουμε με το τίποτα για ένα χρέος που εκ δημιουργίας του είναι ένα τίποτα. 
Όμως το παράλληλο σύστημα που δημιούργησε την θεωρία της υπερεκτίμησης του τίποτα δεν είναι τόσο ηλίθιο όσο αυτοί που το θαυμάζουν. Οι αρχιτέκτονες του τίποτα μαζεύουν τα πάντα, εσύ χάνεις τα πάντα και χαίρεσαι που κατάφερες να είσαι μέρος του τίποτα. 
Χτυπάς παλαμάκια στους τίποτα, αυτοί σου υπόσχονται μισθούς και χαρτονομίσματα με αντίκρισμα το τίποτα, να σε επιδοτούν  για το τίποτα που δημιουργείς. Οι εξαιρέσεις έχουν παραδώσει τα όπλα διότι το τίποτα είναι ένας εχθρός αόρατος που δεν τον σκοτώνει ούτε βόμβα υδρογόνου. Δεν ματώνει το τίποτα, δεν πονάει το τίποτα, δεν πεθαίνει το τίποτα. 
Πεθαίνουν όμως τα πάντα γύρω μας, γίνονται σκάλες να ανεβαίνουν τα τίποτα για να ομιλούν, να κυβερνούν, να τραγουδούν, να δημοσιογραφούν, να χορεύουν και να αυτοφωτογραφίζονται αυτοδοξαζόμενα για το τίποτα που έπραξαν στην ζωή τους. Για την πλήρη ανυπαρξία τους. 
Καμία λύπηση για αυτούς τους νεκροθάφτες που ρίχνουν χώμα οι ίδιοι πάνω από τους λάκκους τους και τους λάκκους των παιδιών τους. Η πορεία τους ήταν από το τίποτα στην ανυπαρξία. Άξιοι των υπηρεσιών που προσέφεραν για την εξολόθρευση των Πάντων.-

Τα δύο δένδρα. Ο άνθρωπος απαρνήθηκε τη γνώση και την απλή ζωή (Φώτης Κόντογλου)

http://rus-art.com/painters/zhytnikov/2.jpg

Ζαλίζεται κανένας κι απελπίζεται, βλέποντας σε ποιόν καιρόν ζούμε. Σ’ έναν καιρό ολότελα παλαβόν και σκοτισμένον που η τρέλλα κι η ανοησία έχουνε κυριαρχήσει επάνω σ’ όλον τον κόσμο... 

Κάθουμαι και συλλογίζουμαι κι απορώ πώς οι σημερινοί άνθρωποι έχου­νε την ιδέα πως πηγαίνουνε μπροστά, πως προοδεύουνε σε όλα, ενώ στ’ αλή­θεια πηγαίνουνε όλο και πίσω, κατεβαίνουνε όλο και παρακάτω;...

Απ’ όλα λείπει κάποια ουσία, κάποια νοστιμάδα, που είχανε άλλη φορά, λείπει η θέρμη της ζωής και της αγάπης, γιατί άπλωσε η ψύχρα του θανάτου, η απιστία στον Θεό κι η πίστη στη μηχανή.

Η μηχανή στόμωσε τα αισθήματά μας και σφάλισε μέσα μας την πηγή που ανάβρυζε κάθε αληθινή πνευματική χαρά. Σκότωσε την απλότητα. Η μηχανή είναι ψυχρή γιατί είναι γέννημα του μυαλού, γέννημα της "ψυχρής λογικής". 

Πώς να μην παγώση ο μέσα μας άνθρωπος καθισμένος επάνω στον Βόρείο Πόλο του μυαλού;

Θυσιάσαμε τα πρωτοτόκια για να φάμε τη φακή. Χαλάσα­με τον μέσα μας άνθρωπο για να βολέψουμε μόνο τον απ’ έξω άνθρωπο. Σβήσαμε την από μέσα φωτιά που μας ζέσταινε, για να ανάψουμε απ’ έξω από το σπίτι μας μια φωτιά ψυχρή, που δε ζεσταίνει, και θαρρούμε πως θα ζεστα­θούμε κυττάζοντας την ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πως έτσι θα βρούμε την άκρη των δεινών μας και πάσα ευτυχία, κι αντίς αυτό, περιπλεχθήκαμε σε μεγάλες αγωνίες και σε 
βάσανα καινούρια που δεν τα ξέραμε πρωτύτερα. Αλλά μια φορά που πήραμε αυτόν τον δρόμο, τραβάμε τον κατή­φορο όλο με περισσότερη φόρα, αν και βλέπουμε πως ο δρόμος που περ­πατάμε είναι έρημος και κρύος. Γυρεύουμε να βρούμε ξεκούραση τρέχοντας απάνω σε τριβόλους, ονειρευόμαστε περιβόλια στη Σαχαλίνα που δεν φυτρώ­νει τίποτα...


Αυτή λοιπόν η κρυάδα σκεπάζει σήμερα όσα κάνει ο άνθρωπος με τα χέρια του, με το μυαλό του και με την καρδιά του. Κύτταξε τα σπίτια του, τ’ αμάξια του, τ’ άρματά του, τα ρούχα του, τα καράβια του, τα μαγαζιά του, τα βιβλία του, όλα ό,τι κάνει. Αν υπάρχει ακόμα πουθενά λιγοστή πνοή, λιγοστή ζεστασιά, αυτή βγαίνει απ’ ό,τι βαστά απ’ τα περασμένα, είτε στο χτίριο, είτε στο καράβι, είτε στη ζωγραφική, είτε στο βιβλίο, απ’ ό,τ ι γεννήθηκε τότε που ήτανε πιο απλός και πιο αληθινός.

Γιατί, όπως το κάθε πράγμα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος όσο στέκεται μέσα στα φυσικά σύνορά του. "Μα ποιά είναι αυτά τα φυσικά σύνορά του;" ρωτάνε πολλοί. "Μήπως δεν βρίσκεται μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί να κάνει κι ό,τι θέλει να κάνει; Κατά τη δική μου την απλή γνώμη δεν βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί και ό,τι θέλει. Είναι σαν το μωρό παιδί, που σαν τ’ αφήσεις να κάνει ό,τι θέλει, γρή­γορα θα γκρεμισθεί και θα σκοτωθεί. Ο εγωϊσμός και η περηφάνεια θα τον σπρώξει σ’ ένα δρόμο που δεν είναι για τα πόδια του. Γι’ αυτό κι ο Θεός του έβαλε σύνορο, για να μην πάγει στην καταστροφή του. Τού ‘δωσε νόμο που, σύμφωνα μ’ αυτόν, χρωστά να πορεύεται. Αν ακούσετε αυτά που λέγω, είπε, τα αγαθά της γης θα φάτε. Μα αν δεν μ’ ακούσετε, θα σας φάγει η μάχαιρα (ο θάνατος)".

Να, γύρισε και κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ο άνθρωπος ποτέ δεν είχε στολίσει με τόσα ψεύτικα στολίδια "το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος". Γέμισε τον κόσμο από μηχανές, δούλες τάχα που υπηρετάνε τον αφέντη τους. Μα ποτέ δεν ήτανε ο άνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο απροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχός σε αλη­θινά πλούτη! Δεν είναι παράξενο το πως γίνεται, υστέρα από τόσα μέσα, υστέρα από τέτοια μηχανική αρματωσιά, που ζαλίσθηκε κι ο ίδιος ο άνθρωπος από ό,τι μπόρεσε να κάνει, να μη βρίσκει ησυχία κι ανάπαυση ενώ ίσια-ίσια γι’ αυτήν την ησυχία του τά ‘φτιαξε; Χωρίς να το καταλάβει, όσα κάνει για το καλό του, γυρίζουνε σε κακό...

Έβαλε όλη την τέχνη του και φιλοτέχνησε ένα στεφάνι μαλαματένιο και στολισμένο με τα πιο ακριβά πετράδια, για να το φορέσει στο κεφάλι του σαν νικητής της φύσης και της «τυφλής μοίρας» που θαρρεί πως κυβερνά τον κόσμο, και μόλις το βάζει στο κεφάλι του γίνεται στέφανος εξ ακανθών που τρυπά τα μηλίγκια του και το μέτωπό του το γεμάτο περηφάνεια, και τρέχει το αίμα στα μάτια του που θαρρούσανε πως τα βλέπανε όλα, ως την άκρη του παντός.

Ποιό είναι λοιπόν το κρυμμένο αυτό χέρι που τα αλλάζει όλα και τα κάνει ανάποδα από τους πόθους του, που κάνει άμμο το χρυσάφι του, που τον εξευτελίζει και τσαλαπατά την περηφάνεια του; Και που όσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος είναι ο εξευτελισμός του; Και που αντί να παίρνει αντάμειψη για τα μεγάλα και τα τρανά που κατορθώνει να κάνει, παι­δεύεται σκληρά σαν να τον βρίσκει η τιμωρία για κάποια μεγάλη αμαρτία που έκανε; Κι όχι μονάχα δεν στρέφει πίσω από τον δρόμο που πήρε αλλά τρέ­χει και με περισσότερο πείσμα, κι ας είναι ματωμένα τα πόδια του.

Ο ίδιος «ο όφις ο αρχαίος» που απάτησε τους πρωτόπλαστους και τους παρακίνησε να απογευθούνε από το δέντρο της Γνώσης λέγοντάς τους πως θα γίνουνε Θεοί, ο ίδιος όφις μιλά στο αυτί της ανθρωπότητας κάθε φορά που σταματά κουρασμένη σ’ αυτόν τον δρόμο που δεν βγάζει πουθενά, και την μποδίζει να πάρει άλλον δρόμο πιο ταπεινόν, πιο ειρηνικόν, πιο ήμερον, και της λέγει: "Εσύ ο άνθρωπος δεν είσαι για την ταπεινή ζωή που ζούνε τα απλά τα πλάσματα οπού υποτάζονται στο θέλημα Εκεινού, που τα έπλασε. Για σένα δεν υπάρχει κανένα σύνορο, εσύ είσαι ο κύριος του παντός, εσύ βάζεις σύνορα για τα άλλα πλάσματα. Για σένα δεν υπάρχει νόμος΄ η δική σου η θέληση είναι ο νόμος. Η υποταγή κι η ταπείνωση είναι μιζέριες που πρέπουνε σε σκλάβους, κι όχι σε σένα που σκλαβώνεις τα πάντα και τα κάνεις να δουλεύουνε στην υπηρεσία σου. Κύτταξε τι φοβερά κι απίστευτα πράγμα­τα έφτιαξε η περηφάνεια σου. Μπορεί να φτιάξει τέτοια θαυμαστά πράγματα η ταπείνωση;

Μην κυττάς πως είσαι ματωμένος και γεμάτος αγωνία, και πως δεν κάθισες ακόμα επάνω στον χρυσό θρόνο της δόξας σου. Τράβα μπροστά! Να, κοντεύ­εις να φτάξεις! Θα γίνεις Θεός και θα υποταχθούνε όλα σε σένα. Μην πιστεύ­εις στα παραμύθια. Παραμύθι είναι πως υπάρχει Θεός άλλος από μένα κι από σένα που σε προσκαλώ να βασιλέψεις μαζί μου.... Μην θαρρείς πως θα σε θρέ­ψει το δέντρο της Ζωής, όπως σου είπανε. Μην τρως πια απ’ αυτό μαζί με τ’ άλλα τα ζώα. Παράτησέ το αυτό το δένδρο. Πάρε και φάγε από το δέντρο της Γνώσης, για να γίνεις Θεός.

Αυτός που σου είπε να φυλαχθείς και να μη φας από τον καρπό του, το έκανε από ζήλεια για να σ’ έχει στις προσταγές του, για να μην ανοίξεις τα μάτια σου...".

"Τί έκανες με τη Γνώση που απόχτησες τρώγοντας από το δέντρο της; Έκανες τούτον τον κόσμο σου, είναι πιο τέλειος από κείνον τον χοντροκαμωμένον που έφτιαξε ο Θεός με το δέντρο της Ζωής. Κύτταξε τι θαυμαστές μηχανές έβαλες στην υπηρεσία σου, και βγάλε από το μυαλό σου αυτό που δυνάμωσε μονομιάς σαν άκουσες τα λόγια μου κι έφαγες από το δέντρο το δικό μου. Μην χασομεράς, μην διστάζεις, μην σταματάς μέρα-νύχτα..."
"Νά ‘χεις πάντα στο νου σου πως οι περήφανοι δεν θέλουνε να καθίσουνε στη μάντρα που τη λένε Παράδεισο γιατί είναι πλασμένοι για το δικό μου βασίλειο που το λένε Κόλαση. Εγώ είμαι εκείνος που με λέγανε μια φορά Εωσφόρο, δηλαδή Αυγερινό, και τώρα με λένε Σατανά. Από το πείσμα μου γκρεμίσθηκα, γιατί θέλησα να στήσω τον θρόνο μου πιο πάνω από τον θρόνο του Θεού. Μα δεν μετάνοιωσα, γιατί αν μετάνοιωνα θα γινόμουν σκλάβος, σαν κι αυτούς, που είναι γεννημένοι για να κάθουνται μέσα στη μάντρα του Παραδείσου.

Έτσι κι εσύ, θα ματώνεσαι και θα κατρακυλάς στη λάσπη την ώρα που θαρρείς πως έγινες αφέντης του κόσμου, μα δεν θα σκύψεις το κεφάλι σου. Γιατί εγώ είμαι «ο όφις ο αρχαίος» με τις πολλές βόλτες στο μακρύ κορμί μου, κι αν γλυτώσεις από τη μια, σε σφίγγω με την άλλη και σε ξαναφέρνω στο θέλημά μου. Εγώ θα παλεύω έως τη συντέλεια του κόσμου.
 
Θέλω να σ’ έχω παντοτεινά στην προσταγή μου, και στο τέλος θα με φχαριστήσεις, γιατί θα νικήσουμε μια μέρα, και θα κάνουμε τον κόσμο όπως τον θέλουμε εμείς, κι όχι όπως τον θέλησε Αυτός που σου είπε να μην φας από το αψύ το δέντρο μου, παρά να θρέφεσαι από το μαλαχτικό δέντρο της Ζωής, που τα φύλλα του τ’ αργοσαλεύει ειρηνικά το ήμερο αγέρι της ταπείνωσης και της απλότητας, και δεν τα ταράζει ποτές ο ανεμοστρίφουλας της αλαζονείας και της παρακοής, που αναμαλλιάζει το δέντρο της Γνώσης, το δέντρο το δικό μου...".

Ένας παράξενος συλλέκτης αντικειμένων!

Ο Domenico Agostinelli ζει σε ένα προάστιο της Ρώμης και έχει αφιερώσει τα 74 χρόνια της ζωής του στη συλλογή αντικειμένων από όλον τον κόσμο, δημιουργώντας ένα μίνι μουσείο. Ο ίδιος έχει επισκεφθεί πάνω από 60 χώρες, συλλέγοντας αντικείμενα, τα οποία τοποθετεί με προσοχή στο μαγαζί του. Από αυγά δεινοσαύρων και γυαλιά ηλίου διασήμων, μέχρι ένα αυτοκίνητο του Αλ Καπόνε και θραύσματα μετεωριτών, πλήθος παράξενων και σπάνιων αντικειμένων υπάρχουν στην πολύτιμη συλλογή του. Το Reuters έκανε μια βόλτα στο κατάστημα και παρουσιάζει εντυπωσιακές εικόνες χαρακτηρίζοντας τον Ιταλό ως έναν σύγχρονο “φύλακα του χρόνου”.
perierga.gr - Ένας παράξενος συλλέκτης αντικειμένων!
perierga.gr - Ένας παράξενος συλλέκτης αντικειμένων!
perierga.gr - Ένας παράξενος συλλέκτης αντικειμένων!
perierga.gr - Ένας παράξενος συλλέκτης αντικειμένων!
perierga.gr - Ένας παράξενος συλλέκτης αντικειμένων!
perierga.gr - Ένας παράξενος συλλέκτης αντικειμένων!
πηγή