Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΥΧΕΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΙΣΜΟΥ

40ισμός.jpg

ΕΥΧΕΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΙΣΜΟΥ

Πότε διαβάζονται; Υπάρχει μισή ευχή; Πως και γιατί γίνεται ο Σαραντισμός;
Πότε διαβάζονται οι ευχές. Υπάρχει μισή ευχή;
Με τη γέννηση του παιδιού πρέπει να κληθεί ο ιερέας (επειδή είναι δύσκολο στο Μαιευτήριο), όταν η μητέρα επιστρέψει στο σπίτι, ώστε με τις ευχές γέννησης που θα διαβάσει, να αγιασθεί και η μητέρα και το παιδί.

Διαβάζονται αι «ευχαί εις γυναίκα λεχώ τη πρώτη ημέρα της γεννήσεως του παιδιού αυτής». Εύχεται ο ιερέας να βάλει ο Κύριος και Θεός μας την χείρα Του την κραταιά στη μητέρα και να της χαρίσει γρήγορη ανάρρωση από τον τοκετό, να της καθαρίσει κάθε ρύπο που άφησε η γέννα και να της ανακουφίσει τους πόνους που προκάλεσε ο επώδυνος τοκετός. Ζητάει επίσης την ευρωστία της ψυχής και του σώματος αυτής, όπως και την περιφρούρησή της από ζήλεια, φθόνο και βασκανία.
Δυστυχώς, από άγνοια, από κακή πληροφόρηση ή για να εξέλθουν πιο γρήγορα από το σπίτι, ζητούν από τον ιερέα να τους διαβάσει τη «μισή» ευχή στις είκοσι ημέρες, δηλαδή να γίνει μισοσαραντισμός. Μισή ευχή και μισοσαραντισμός δεν υπάρχει. Στο ευχολόγιο υπάρχει μόνο η ευχή της πρώτης ημέρας και του σαραντισμού, την 40η η μέρα από την γέννηση του παιδιού στον ιερό Ναό.
Πως και γιατί γίνεται ο Σαραντισμός:
Όταν το νήπιο συμπληρώσει σαράντα ημέρες από τη γέννησή του, (όχι 39 ή 38), τότε οδηγείται από την μητέρα του να εκκλησιασθεί στο ναό του Κυρίου μας, δηλαδή να  σαραντήσει όπως έγινε και με τον Κύριό μας υπό της μητρός Του.
Αποτελεί μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης του ανθρώπου προς τον Θεό Δημιουργό του, που τον αξίωσε να γίνει συνδημιουργός Του.
Ο ιερέας λαμβάνει μετά τις ευχές το βρέφος στην αγκαλιά του, το οδηγεί έμπροσθεν του Ιερού Βήματος λέγοντας μερικές ευχές. Τα βρέφη ως «άγια» δύνανται να εισαχθούν στα «Άγια των Αγίων». Όμως η Εκκλησία μας εισάγει μόνο τα άρρενα τέκνα επειδή μόνο αυτά μπορούν να γίνουν κληρικοί.
Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Γεωργίου Καλπούζου «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ- Αυτονόητα αλλά τόσο άγνωστα θέματα», Εκδόσεις ΦΩΤΟΔΟΤΕΣ σελ. 102-103

Νίκος Χειλαδάκης: Προς κ. Ρεπούση και "Σία"

Νίκος Χειλαδάκης: Προς κ. Ρεπούση και
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Προς κ ΡΕΠΟΥΣΗ ΚΑΙ «ΣΙΑ»,
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΑΝ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΡΩΜΙΩΝ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Όσο και αν αυτό ακούγεται εκπληκτικό, κυρίως για τους διάφορους θλιβερούς τουρκολάγνους εδώ στην Ελλάδα και όμως είναι αλήθεια ότι στην σημερινή Σμύρνη έγινε… τελετή από Τούρκους για την μεγάλη πυρκαγιά και την σφαγή των χριστιανών κατά τα γεγονότα της άτακτης εισόδου των κεμαλικών στην πόλη εκείνες τις μέρες, 13-18 Σεπτεμβρίου του 1922. Μάλιστα γα την επέτειο της καταστροφής της ελληνικότατης Σμύρνης το 1922, έγινε και προβολή αυτής της τελετής με την χαρακτηριστική ονομασία, «Büyük İzmir Yangını», δηλαδή, « Η Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης».

Όπως αναφέρεται σε ένα πραγματικά  εκπληκτικό δημοσίευμα της μεγαλύτερης κυκλοφορίας τουρκικής εφημερίδας, Zaman, έγινε στην Σμύρνη, (ακούστε κύριοι τουρκολάγνοι), τελετή για τα θύματα της μεγάλης πυρκαγιάς και της σφαγής των χριστιανών της ιστορικής ελληνικής πόλης κατά τα γεγονότα του 1922! Το πιο εντυπωσιακό στην τελετή αυτή, είναι ότι αναρτήθηκε και πανό το οποίο έγραφε στα τουρκικά, «13-18 Σεπτεμβρίου 1922. Τιμούμε την μνήμη των απολεσθέντων συντρόφων μας κατά την πυρκαγιά της Σμύρνης». Η τελετή μνήμης των θυμάτων της καταστροφής της Σμύρνης και της απώλειας των χριστιανών κατοίκων της, που πέρασαν τα χίλια μύρια από την μεγάλη σφαγή και την γενοκτονία του ελληνισμού της Ανατολής, έγινε στον ιστορικό σταθμό Basmane της πόλης, ενώ ένα γκρουπ από αυτούς που τίμησαν την μνήμη των θυμάτων της σφαγής, έκαναν και μια μικρή πορεία με το πανό που αναφέραμε παραπάνω. Οι τιμώντες την μνήμη των θυμάτων, αναφέρεται ότι θεώρησαν υποχρέωση και καθήκον τους τνα κάνουν μια μικρή έστω τελετή για να τιμήσουν τα θύματα της μεγάλης πυρκαγιάς που κατέστρεψε την παλιά Σμύρνη, όπου ζούσαν και οι χριστιανοί κάτοικοι, δηλαδή οι Έλληνες που εξοντωθήκαν από την μεγάλη σφαγή και την γενοκτονία των χριστιανών της Ανατολής. Πρόσθεσαν δε το εντυπωσιακό για Τούρκους, πως τις μέρες αυτές δεν πρέπει μόνο να κάνουμε λαμπρές τελετές για την επέλαση του κεμαλικού στρατού προς την Σμύρνη, αλλά να θυμόμαστε και τα θύματα που επισώρευσε αυτή η επέλαση. Με λίγα λόγια να τιμήσουμε τα θύματα της μεγάλης σφαγής της Σμύρνης.

Αλλά αυτό το πραγματικά εκπληκτικό γεγονός δεν είναι το πρώτο της κίνησης στην άλλη πλευρά του Αιγαίου για την ανάδειξη της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής. Στις 16 Νοεμβρίου του 2008, για πρώτη φορά Τούρκος καθηγητής της ιστορίας παραδέχτηκε δημόσια και αυτό είναι το εντυπωσιακό, ότι στην διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής περίπου 200.000 Ρωμιοί έχασαν την ζωή τους από τα τουρκικά στρατεύματα. Συγκεκριμένα ο καθηγητής της ιστορίας, Ονούρ Γιλντιρίμ, σε μια σημαντικότατη συνέντευξη που έδωσε στην τουρκική εφημερίδα, Σαμπάχ, για πρώτη φορά παραδέχτηκε σε επίσημο πλαίσιο ότι έγινε μια μορφή γενοκτονίας σε βάρος των Ρωμιών της Ανατολίας την περίοδο του 1922.  Ο Τούρκος καθηγητής, που έχει σπουδάσει και έχει ζήσει επί πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, ανέφερε στις ερωτήσεις που του έκανε ο δημοσιογράφος της Σαμπάχ, πως πράγματι την περίοδο εκείνη οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας έζησαν ένα μεγάλο δράμα καθώς ξεσπιτώθηκαν και πολλοί από αυτούς έχασαν την ζωή τους. Βέβαια ο Τούρκος καθηγητής υπολόγισε τους φονευθέντες σε 200.000, ένα μικρό νούμερο που φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της μεγάλης γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, της Θράκης και του Πόντου, ήταν όμως μια πρωτοφανής ομολογία Τούρκου επιστήμονα της ιστορίας για πρώτη φορά στα τουρκικά χρονικά και για τον λόγο αυτό αποκτούσε μεγάλη ιστορική αλλά και πολιτική αξία. Στην ίδια συνέντευξη ο Ονούρ Γιλντιρίμ υπαινίχτηκε για εθνοκάθαρση που έγινε στην Μικρά Ασία και που φυσικά την πλήρωσαν με βαρύ φόρο αίματος οι χριστιανοί, ενώ στην ουσία παραδέχτηκε πως η ανταλλαγή των πληθυσμών έφερε το τελειωτικό χτύπημα και προκάλεσε τον θάνατο σε πολλές χιλιάδες χριστιανών της Μικράς Ασίας καθώς εγκατέλειπαν την από αιώνων εστίες τους.

Όλα αυτά  ας προβληματίσουν τους διάφορους ανίδεους και ανεύθυνους τουρκολάγνους που τα τελευταία χρόνια «κλέβουν» συχνά την δημοσιότητα με στημένες εκπομπές όπου προβάλουν τις ανιστόρητες  τοποθετήσεις τους, ότι δήθεν δεν έγινε ουσιαστικά τίποτα σχετικά με την εξαφάνιση του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Ανατολής και ότι δεν έγινε καμία γενοκτονία. Του χαρίζουμε τις ίδιες τις ομολογίες των Τούρκων απογόνων εκείνης της ταραγμένης εποχής. Και αυτό είναι μόνο η αρχή!

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος

Η μολότωφ της Παράδοσής μας

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjUGqp30QL_J0M8BoPAAOmBgyhWHI1InoCSSWMduuWfflvTC9WJSVQjnqKSgTFWggIo2vPZeTD5s8r3dCp881MD5SGKB9-Ux7llTexVzqwx8lNvhgjVrZ7m6O4H4BEvzN9pZglcauOD1hge/s1600/TSOLIAS-MOLOTOF-741615.jpg

Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Όσο πιο τοπικό, τόσο και πιο παγκόσμιο! Ή σε σύγχρονα ελληνο-βρυξελιώτικα «Plus c’est local et plus c’ est universel».
Η φράση ανήκει στον διάσημο κινηματογραφιστή Ρενουάρ όταν τον ρώτησαν, πως εξηγεί το γεγονός ότι ενώ τα έργα του είναι τόσο «γαλλικά», συναντούν την ίδια στιγμή τέτοια παγκόσμια αποδοχή. Είμαστε λοιπόν τόσο παγκόσμιοι, μόνο όσο γνήσια τοπικοί καταφέρνουμε να γίνουμε. Με άλλα λόγια, κάτι υπάρχει πραγματικά ως αυθεντικά τοπικό, μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που τολμάει να έχει σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν δεν έχει σημασία για τον πιο απόμακρο γείτονα του πλανητικού χωριού, ας μην κρυβόμαστε, είναι ανύπαρκτο.
Έτσι, ετούτη η αγωνία, η ταλάντευση, ανάμεσα στο τοπικό και στο εθνικό, ανάμεσα στο εθνικό και στο παγκόσμιο ή ακόμη-ακόμη, γιατί όχι, ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, βρίσκει πεντακάθαρα την «γαλλική» απάντηση της.
Κι εμείς με την παράδοση παραδομένη μπρος στα πόδια μας, με αυτήν την παράδοση που κατέθεσε για δύο φορές στην πανανθρώπινη ιστορία πρόταση με οικουμενικό ενδιαφέρον -και γι’ αυτό άλλωστε υπήρξε γνήσια και σε εθνικοτοπικό επίπεδο- εμείς, με το πείσμα επαρχιώτη, αρνιόμαστε το μπόλιασμα της παράδοσης μας και πιθηκίζουμε ακόμη ευρωπαϊκές συνταγές ευτυχίας. Τώρα μάλιστα και συνταγές κατ’ εντολήν των αποικιοκρατών!
Αλλά εμείς εκεί! Πεισματικά πιθηκίζουμε, γοητευμένοι ακόμη από τα φώτα της κάθε εσπερίας, ακόμη και τώρα που τα φώτα της τρεμοπαίζουν, ακόμη και τώρα που το σκοτάδι της νεοεποχίτικης τάξης, φιλοξενεί στη σκιά του τους πιο δραματικούς εφιάλτες του τόπου αλλά και της ανθρωπότητας. Και νομίζω πως τόσο ο τόπος όσο και η ανθρωπότητα κάπου το έχει ψυλλιαστεί. Η μαγιά της αντίστασης σ’ ολόκληρο τον κόσμο ξέρει καλά πως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Ίσως δεν ξέρει ακόμη ποιος και πως θα είναι αυτός ο κόσμος, μα ψάχνει ο καθείς στις ντόπιες παραδόσεις του. Από τους ινδιάνους της λατινικής Αμερικής, μέχρι τους άραβες ισλαμιστές και τους Ρώσους ορθόδοξους.
Σ’ αυτή τη παγκόσμια μαγιά, που σαρκώνει το προζύμι ενός αληθινού πρόσφορου για τον πλανήτη, ένα πράγμα είναι καθαρό. Ότι μας κληροδότησε ο δυτικός τρόπος του βίου, χάσκει πια πουκάμισο αδειανό. Και είναι τραγικό ο τόπος μας, δηλαδή οι πέτρες, η θάλασσα, το φως στις γωνίες των ναών, οι ταπεινές βάρκες, το ταψί της Κυριακής, μια σειρά λιόδεντρα που κατεβαίνουν την πλαγιά, ένα τσαμπί σταφύλι, ένα χέρι γδαρμένο από το χώμα και το βράχο, η ιστορία σ’ ένα ξεφλουδισμένο κάδρο που κρέμεται στον χρισμένο τοίχο ενός σχολειού, αυτός ο τόπος, γιατί αυτός είναι ο τόπος και ταυτόχρονα ο τρόπος μας, είναι τραγικό αυτός ο τόπος, να μηρυκάζει ακόμη ένα αδειανό πουκάμισο και να καμώνεται πως σαν καλή ράφτρα πρέπει τώρα να ράψει τα μανίκια, ύστερα να εκσυγχρονίσει τους φθαρμένους γιακάδες. Για το χάλι μας φταίνε τα άραφτα μανίκια μας. Για τη φτώχεια μας φταίνε οι κακοραμένοι γιακάδες μας. Κι η υπόσχεση μας για το μέλλον, είναι πως αύριο θα μεταρρυθμίσουμε τα ανύπαρκτα μανικετόκουμπα, φτιάνοντας στο τέλος ένα πουκάμισο «εφάμιλλο των καλυτέρων ευρωπαϊκών». Και τι κρίμα αδερφέ μου, κάνουμε ακόμη και  τώρα σαν να μην βλέπουμε ότι το πουκάμισο τους είναι άσαρκο.
Για χρόνια ολόκληρα κάναμε τον μικρό θάνατο της μειονεξίας μας, ναρκισσισμό, προσδοκώντας σε μια ψεύτικη κονομημένη ανάσταση, σε ένα δεκανίκι, που να κρύβει την αναπηρία μας. Κι ύστερα μας έλειψαν τα φράγκα. Πώς να το παίξεις ναρκισσιστής δίχως φράγκο στη τσέπη; Μια νύχτα μας κλέψαν τους καθρέφτες που ηδονικά καμαρώναμε τους εαυτούληδες μας. Πού να κοιταχτούμε τώρα να μας λατρέψουμε; Αυτό προκάλεσε κυρίως η οικονομική κρίση: μας αφαίρεσε τους μαγικούς καθρέφτες όπου χαζογελούσαμε αυτάρεσκα.
Μα με στεναχωρεί, ακόμη πιο πολύ, πως αυτός ο τόπος, είχε και έχει ακόμη τους ραφτάδες και τα ραφτικά, να κεντήσει για ακόμη μια φορά, την πιο ευρύχωρη την πιο ανθρώπινη φορεσιά. Την πιο καλοπλυμένη και καλοσιδερωμένη, έτοιμη να σαρκώσει ένα αύριο, ποιος ξέρει περισσότερο ή λιγότερο σπουδαίο, μα πάντως σίγουρα λιγότερο απάνθρωπο.
Αν αυτός γινόταν ο νέος μας στόχος, η νέα μεγάλη αφήγηση της κοινωνίας μας, να το πω πιο επιστημονικά, αν βάζαμε λέει έναν σκοπό, να μειώσουμε το επίπεδο της κατά κεφαλήν απανθρωπιάς μας, θα ‘πρεπε πριν απ’ όλα να τολμήσουμε να διαπιστώσουμε τα χαΐρια μας, το αδειανό πουκάμισο τους, που με το στανιό μας βάλανε να το φορέσουμε κι εμείς. Να διαπιστώσουμε ακόμη πως είναι το πουκάμισο που είναι στενό κι όχι εμείς παχύσαρκοι. Κι’ ύστερα, να βγούμε φωναχτά και :
Να παραδεχτούμε, πως οι πόροι του πλανήτη, τελικά, δεν ήταν ανεξάντλητοι. Και να σημειώσουμε παρενθετικά πως άλλο “πόροι” και άλλο “resources”.  Πως το περιβάλλον που μας περιβάλλει, όπως το λέει η λεξούλα, άμα το τιγκάρουμε στο σκατό, τότε πολύ λογικά πρέπει να αποδεχτούμε oτι μας περιβάλλουν σκατά και ύστερα να μην ξεχάσουμε να σημειώσουμε και πάλι πως άλλο περιβάλλον που περιβάλλει και άλλο environment που ‘ντάξει δεν τρέχει και τίποτε.
Να ομολογήσουμε ότι η αποτελεσματική λειτουργία των συστημάτων, των κάθε λογής συστημάτων, προϋποθέτει τον άνθρωπο με τα λογής προσωπεία. Οι άνθρωποι φορούν μάσκες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των συστημάτων. Κι’ ύστερα καλούνται να διαχειριστούν το διχασμό τους ανάμεσα στο προσωπείο και στην αλήθεια της ύπαρξη τους. Η χαρά του ψυχαναλυτή.
Να καταθέσουμε ενώπιον των μαρτύρων και των αγίων μας, πως η μεσσιανική επένδυση που κάναμε στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ήταν όπως κάθε μεσσιανισμός, ένα εύπεπτο μπαρμπούτσαλο. Ήταν μονάχα ένα ψυχολογικό υποκατάστατο του Θεού, που βιαστήκαμε να σκοτώσουμε, επειδή δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε με το χαζομυαλό μας. Όπως τα νήπια που διαλύουν τα ηλεκτρικά αυτοκινητάκια τους στην προσπάθεια τους να καταλάβουν πως λειτουργούν.
Να πούμε, ψιθυριστά έστω, στα βουτυρένια παιδάκια μας πως η ανάπτυξη τελικά δεν μπορεί να είναι αειφόρος, ούτε και μας πολυκόφτει αν θα ‘ρθεί  και να κόψουμε τις βρυξελιώτικες παπαριές των τοκογλύφων. Να προλάβουμε να ειδοποιήσουμε, τουλάχιστον τα παιδιά μας, πως η διαρκής γραμμική πρόοδος οδηγεί αργά ή γρήγορα στο εντελώς αντίθετο της. Την σταθερή υπερβολή της οπισθοδρόμησης.
Να πλακώσουμε στις σφαλιάρες τους πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών, μπας και ξυπνήσουν και καταλάβουν ότι σε μια «οικονομική μονάδα», ο άνθρωπος και η εργασία του, είναι αδιανόητο να είναι απλώς ένας παράγοντας, ένας συντελεστής, προς την επίτευξη της οικονομικής αρχής, του αποτελέσματος. Το κυρίως πρόβλημα δεν βρίσκεται στο δίλημμα του ποιος θα έχει την πρωτοκαθεδρία. Η εργασία ή το κεφάλαιο. Το πρόβλημα έγκειται στον ίδιο τον ορισμό της οικονομικής αρχής. Στα αυτονόητα προαπαιτούμενα που ο ορισμός θέτει. Χρειαζόμαστε, προς τούτο, έναν καινούργιο ορισμό της οικονομικής αρχής. Έναν ορισμό όπου, το αποτέλεσμα θα οφείλει να είναι υπηρετικό του ανθρώπου και όχι αντίστροφα.
Να καταγγείλουμε το Διαφωτισμό, την Αναγέννηση και τις ιδέες τους, γιατί όλα αυτά μπορεί να ήταν σπουδαία για τον δυτικό ημιάγριο σταυροφόρο του μεσαίωνα. Για τον άνθρωπο όμως της δικιάς μας Ανατολής, ήταν στρέβλωση και πισωγύρισμα του κερατά. Ο τόπος μας δεν ήταν τότε πεθαμένος για να χρειάζεται αναγέννηση, ούτε σκοτεινιασμένος για να διαφωτιστεί. Σήμερα είναι. Σήμερα χρειάζεται.
Να παραιτηθούμε πρώτοι εμείς «απερισκέπτως ευέλπιδες» από τον νομικό πολιτισμό των δικαιωμάτων που προϋποθέτει αλλά και αναπαράγει ακοινώνητα, άτμητα και άσχετα μεταξύ τους άτομα, έτοιμα να αλληλοσπαραχτούν υπερασπιζόμενο το καθένα το κωλοδικαίωμα του στην απανθρωπιά ενάντια στο διπλανό του. Πλημμύρισαν τα δικαστήρια της κρίσης με δικομανείς νεοέλληνες που κυνηγάνε το διπλανό τους.
Να απαιτήσουμε, με ευθύνη απέναντι στους νεκρούς μας, μια συγνώμη από τους σύγχρονους πολιτισμένους των δικαιωμάτων του ανθρώπου, γιατί το 1204 κατούρησαν την Αγία μας Τράπεζα. Όχι το έπιπλο, αλλά το κοινόν τραπέζιον της ανθροπομάζωξης του λαού μας. Γιατί από εκεί ξεκίνησαν την πρώτη αποικιοκρατική συσσώρευση του πλούτου που σήμερα μας θαμπώνει, μας δανείζει και εκ νέου μας αποικιοποιεί .
Να σταματήσουμε πρώτοι και καλύτεροι οι γονείς να τσιτώνουμε τα ανταγωνιστικά παιδάκια μας, ως προεκτάσεις των στερημένων εγωκεντρισμών μας, να αποκαταστήσουμε τη σχολή ως απουσία της ασχολίας, δηλαδή ως αντίθετο της σχόλης και να γυρέψουμε απ’ τους παιδαγωγούς να απαλλάξουν τα παιδιά μας από την άθλια χρησιμοθηρία. Να βάλουμε πιπέρι στο στόμα όσων σαν αμερικανάκια θέλουν να συναρτήσουν το πανεπιστήμιο με την παραγωγή, σε όσους δηλαδή γυρεύουν τη γνώση, πέρα για πέρα υποταγμένη, στη μεζούρα της τυφλής αποτελεσματικότητας.
Να αποδώσουμε ξανά στις λέξεις μας το αυθεντικό τους περιεχόμενο. Να ξαναπούμε κοινωνία και να σταματήσουμε να εννοούμε society. Έτσι και η Θεία Κοινωνία θα βρει το περιεχόμενο της και θα πάψει να είναι holy society.
Να ξαναπούμε δημιουργία και να εννοούμε το Έργο του Δήμου και όχι creative. Να ξαναπούμε πληροφορία και να εννοούμε «φέρω πληρότητα» και όχι «είμαι μέσα στον τύπο – in form-ation». Έτσι η κοινωνία της πληροφορίας θα είναι κοινωνία πληρότητας, κοινωνία προσώπων και όχι άθροισμα ακοινώνητων ατομικών υπάρξεων.
Να ξαναπούμε τον πολιτισμό πολιτισμό, δηλαδή τρόπο να καταλαβαίνουμε τα πράγματα και να ξεκαθαρίσουμε πως πολυπολιτισμικές κοινωνίες δεν υπάρχουν, γιατί δεν μπορεί μια κοινωνία να καταλαβαίνει με εκατοντάδες διαφορετικούς τρόπους τα πράγματα. Υπάρχουν πολυπολιτισμικοί χυλοί που τους ενώνει το κοινό συμφέρον της καθημερινής κονομισιάς ή το κοινό συμφέρον της αποικιοκρατικής κλοπής του υπόλοιπου κόσμου. Αν ο πολιτισμός γίνει πάλι ο κοινός μας τρόπος να καταλαβαίνουμε τα πράγματα θα σημαίνει πως έχουμε πια κοινές ανάγκες, τις ξέρουμε και τις ιεραρχούμε με τον ίδιο τρόπο. Τότε μπορεί να αρχίσουμε πάλι να λέμε πολιτισμός (πόλις-πολίτης), δίχως να εννοούμε culture.
Να πούμε στους ανθρώπους την αλήθεια για το καθημερινό τρεχαλητό της επιτυχημένης ευ-ζωούλας μας. Όποιος δεν υποψιάζεται ότι υπάρχουν και πράγματα σπουδαιότερα από τα χρήσιμα και τα αναγκαία, όποιος σπαταλιέται στην αναζήτηση τους είναι σκλάβος και σκατόψυχος. Και πολύ περισσότερο όποιος θέλει να επικαλείται τον Αριστοτέλη και τον ορθολογισμό του, δεν δικαιούται ταυτόχρονα να εξαντλεί τη ύπαρξη του στον ωφελιμισμό της μικρο-ζωούλας του.
Να μαζέψουμε τους Δημάρχους και τους Υπουργούς των Εσωτερικών και της δήθεν Αποκέντρωσης και να τους ενημερώσουμε, πως ότι για 180 χρόνια τώρα «πασχίζουν» -δηλαδή από την ίδρυση του κρατιδίου και εντεύθεν-, ο τρόπος-τόπος μας το είχε κατακτήσει στην καθημερινότητα του με μια  λαϊκή κοινωνική εμπειρία αιώνων, που ξεκινάει από το πρότυπο των αμφικτιονιών και φτάνει ίσαμε της κοινότητες της τουρκοκρατίας. Ύστερα θα πρέπει να τους καλέσουμε να μας εξηγήσουν πως γίνεται όταν έχεις τις πρώτες συντεχνίες και τα εισνάφια ήδη από το 700 μ.Χ. και το 1800 φτάνεις ίσαμε τον συνεταιρισμό στα Αμπελάκια με 4.000 συνεταιρισμένους, με 200 εμπορικούς αντιπροσώπους σε όλη την Ευρώπη, όταν με αυτή την διοικητική οργάνωση καταφέρνεις να οργανώσεις μια επανάσταση εθνικής ανεξαρτησίας, όταν ο Υπουργός Ανάπτυξης της Βενεζουέλας μιλάει για αυτό το σύστημα τοπικής ανάπτυξης, πως γίνεται εσύ σήμερα να θες να αντιγράψεις το γερμανικό μοντέλο τοπικής αυτοδιοίκησης. Κι αυτοί σήμερα ονομάζουν την εκ νέου συγκεντρωποίηση των ρημαγμένων μας κοινοτήτων Σχέδιο Καποδίστριας ή Καλλικράτης. Η τόλμη θα ήταν να το ονόμαζαν Σχέδιο Καραϊσκάκης και να αφορούσε στην ανάδειξη του προσωποκεντρικού στόχου μας σε τοπικό-κοινοτικό επίπεδο. Στόχος με άλλα λόγια του Σχεδίου θα έπρεπε να είναι η μείωση της κατά κεφαλήν κακογουστιάς, αυτής που κάνει την Ρόδο, το Ηράκλειο και τα Τρίκαλα να μοιάζουν ανεπανόρθωτα ίδιες καχεκτικές πολιτείες ακοινώνητων υπάρξεων έτοιμων να σκοτωθούν –και το κάνουν-για μια θέση parking.
Εκεί θα είχα τη ψυχή να ονειρευτώ μιαν άμεση δημοκρατία της αριστοκρατίας. Δηλαδή, της ισχύος των αρίστων. Και μάλιστα μετ’ ευβουλίας αριστοκρατία. Και πάλι πρέπει να σημειώσω παρενθετικά άλλο αριστοκρατία και άλλο μπουρζουαζία. Σ’ αυτήν την αμεσοδημκρατική κοινότητα, ίδια και απαράλλαχτη με αυτήν που είχαν οι παππούδες μας, όταν εθελοντικά πρόσφεραν την εργασία τους στην υπηρεσία του Δήμου εναλλακτικά ή όταν αντάλλασσαν την εργασία τους ο ένας στο χωράφι του διπλανού εναλλάξ, σ’ αυτήν την κοινότητα ,ο πολίτης ριψοκινδυνεύει να οικοδομεί σχέσεις με τον διπλανό του άνθρωπο, άρα μπορεί και να τσακώνεται, εκεί ο πολίτης γίνεται οπλίτης άμα λάχει και χρειαστεί, εκεί ερωτεύεται άμεσα και αδιαμεσολάβητα δίχως προξενήτρες, γραφεία συνοικεσίων ή τηλεοπτικές πουτάνες, εκεί αποφασίζει άμεσα και αδιαμεσολάβητα δίχως κόμματα, αρχηγίσκους, πελατειακές σχέσεις και πολιτικό marketing, εκεί τρώει στην μάπα τον εκλεκτό του, που τον βλέπει να ξυπνάει το πρωί και τον ακούει να μπινελικιάζει και την κυρά του, εκεί πεθαίνει και κυρίως εκεί βιώνει, εκεί ζει αρνούμενος την απλή επιβίωση, εκεί κοινωνεί, εκεί ο πολίτης από άσχετο νήπιο οδηγείται στην αδιαμεσολάβητη ενηλικίωση, στη σχέση των προσώπων, δίχως μεσσίες, σωτήρες, μπαμπούλες, πατερούληδες, πρίγκηπες κλ.π.
Εκεί «ένα φύλλωμα λέξεων θα μας ντύσει ελληνικά να μοιάζουμε αήηττητοι» κατά τον ποιητή.
Μπορείς κανείς να βρει ένα δεντρί, που κλαρί – κλαρί να χτίζει ετούτο το φύλλωμα; Και δεν πρέπει πριν απ’ όλα ετούτο το δεντρί να μιλά «αυτά στη γλώσσα την δική μου» έστω και αν «Άλλοι, άλλα σε άλλες» πάλι κατά τον άλλο ποιητή;
Αν χτίσουμε αυτό το δεντρί, μ’ αυτό το φύλλωμα των λέξεων, εδώ στη «κοσμογωνιά» μας, αν το δεντρί μας αυτό καρποφορήσει και κομίσει μια πρόταση για το οικουμενικό κενό της οικολογίας, της κοινωνίας και της ύπαρξης, ίσως τότε αυτή η μικρή γωνιά και η πρόταση της, να αποκτήσει τόσο οικουμενικό ενιδαφέρον όσο πιο γνήσια εθνική καταφέρει αν είναι.
Τότε στ’ αλήθεια πιστεύω πως  «ένα φύλλωμα λέξεων θα μας ντύσει ελληνικά να μοιάζουμε αήηττητοι».
Μέχρι τότε θα προσδοκώ τουλάχιστον να μιλώ «αυτά στη γλώσσα την δική μου, και άλλοι, άλλα σε άλλες».