Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΠΕΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΜΕ ΚΑΤΟΥΡΟΥΝ .

 http://www.tokaravani.gr/wp-content/uploads/2013/07/SUMMERHILL2.jpg

Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες και αγιογράφους του Αγίου Όρους, τόσο που όμοιός του, στην καλλιτεχνική εμφάνιση της αγιογραφίας, δεν φάνηκε μετά από τον Εμμανουήλ Πανσέληνο (14 αιών) με το όνομα Ιωαννίκιος Μαυρόπουλος, από την Καισαρεία της Καππαδοκίας.

Την τέχνη της αγιογραφίας, στην αρχή έμαθε από τον Γέροντα Ιωακείμ Ραλίδη στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αλλά από την πολλή επιμέλεια που έδειξε στην τέχνη αυτή, έγινε κατά πολύ καλύτερος και ανώτερος από το δάσκαλό του.


Όσον όμως επιμελής ήταν στην τέχνη της αγιογραφίας, τόσο ψυχρός και αδιάφορος ήταν στην χριστιανική πίστη, πολύ δε περισσότερο ήταν αμελής και περιφρονητής της καλογερικής ζωής και Ιδέας. Είχε τόση απιστία που δεν παραδεχόταν τίποτε, ούτε πώς υπάρχει Θεός και γενικά απιστούσε σε όλα της Εκκλησίας τα ιερά και αγία Μυστήρια του χριστιανισμού.


Επομένως δεν νήστευε, δεν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε προσεύχονταν, ούτε κοινωνούσε τα Άρχαντα Μυστήρια και ειρωνεύονταν τους Μοναχούς τους οποίους αποκαλούσε «φασουλοφάγους» και πολλές άλλες κατηγόριες εναντίον τους έλεγε.

Με τον Γέροντα μου Ιωακείμ Μοναχόν είχε γνωριμία και μερική φιλία από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων που είχε κάνει κι αυτός από το 1915 - 16 και επειδή του είχε εμπιστοσύνη του έλεγε πολλές φορές τα μυστικά του.

Κατά το έτος 1923 - 24 αφού έμαθε την αγιογραφία έφυγε από τα Καυσοκαλύβια και
εγκατεστάθηκε στις Καρυές, στο Λαυριώτικο Κελλί που είναι επάνω από τις Καρυές «Άγιος Γεώργιος» το λεγόμενο των «Σκουρταίων», εκεί που σήμερα έχει κτιστεί εκκλησία έπ' ονόματι του αγίου Νικόδημου, όπου βρίσκεται και η αγία «κάρα» και εκεί συνέχισε το εργόχειρο της αγιογραφίας.


Ο Γέροντάς μου όταν πήγαινε στις Καρυές, ο Π. Ιωαννίκιος με πολλή χαρά τον δέχονταν και τον φιλοξενούσε, λέγοντας με την ευκαιρία αυτή τα παράπονά του και πολλές φορές τον ρωτούσε για τις απορίες πού είχε γύρω από την χριστιανική πίστη και την Καλογερική. Ο Γέροντάς μου άνθρωπος πιστός και πνευματικά καλλιεργημένος, παρ' όλο που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, δεν μπορούσε να τον πείσει, για τις αλήθειες της χριστιανικής Πίστεως, και τον σπουδαίο ρόλο που έπαιζε και παίζει ο Μοναχισμός στον χριστιανισμό και την Εκκλησία του.

Α' Το ανεξήγητο όνειρο της γιαγιάς του
Μια μέρα ο Γέρο - Ιωαννίκιος, μεγάλος στην ηλικία πια, είπε στον Γέροντά μου: «Βρε Πάτερ Ιωακείμ, αυτά που μου λες, πως υπάρχει Θεός και άλλη ζωή, πως υπάρχει κρίση και ανταπόδοση, δηλαδή τιμωρία αιώνια του κάκου που κάνει ο άνθρωπος εδώ στην γη και πληρωμή αθάνατη για κάθε καλό έργο. Ότι υπάρχει Κόλαση για τους κακούς και Παράδεισος για τους καλούς. Ότι υπάρχουν δαίμονες που θα τυραννούν αιώνια τους αμαρτωλούς και άλλα παρόμοια που λένε οι Καλόγεροι και οι Παπάδες, εγώ τα θεωρώ παραμύθια, αλλά κι αν υπάρχουν αυτά που λες κι εσύ, εδώ θα είναι, στην ζωή αυτή και η Κόλαση και ο Παράδεισος. Μετά το θάνατο δεν υπάρχει, καημένε τίποτε. Σαν πεθάνω εγώ δεν με νοιάζει για τίποτε, δεν λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες «γαία πυρί μιχθήτω» έτσι λέω κι εγώ, τσιμέντο να γίνει το σώμα και η ψυχή, που λες πώς έχουμε.
Και δεν μου λες σε παρακαλώ, συνέχισε να λέει ο Π. Ιωαννίκιος, ποιος ήρθε άπ' εκεί, από την άλλη ζωή, από τον άλλο κόσμο, για να μας βεβαιώνει γι' αυτά τα πράγματα, ότι υπάρχει άλλη ζωή;».
Ο Γέροντάς μου προσπαθούσε με μαρτυρίες της αγίας Γραφής και του ιερού Ευαγγελίου, να του αποδείξει την αλήθεια, για όλα αυτά τα πράγματα, αλλά εκείνος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε από αυτά. Τούτο γινότανε πολλές φορές και πολλά χρόνια.

Σε μια τέτοια συζήτηση, ο Γέρο - Ιωαννίκιος, εμπιστευτικά είπε στον Γέροντά μου Ιωακείμ, αφού πρώτα τον παρακάλεσε να τον βεβαιώσει ότι αυτά που θα του εμπιστευθεί δεν θα τα πει σε κανέναν, για να μη φανεί αντίθετος προς τις αθεϊστικές θεωρίες του: «Πάτερ Ιωακείμ ένα πράγμα μου έχει κάνει εντύπωση, έχει καρφωθεί μέσα στο μυαλό μου και δεν μπορώ ακόμη να το εξηγήσω.
Δηλαδή, ήμουνα μικρό παιδί 12-13 χρόνων στην Πατρίδα μαζί με τον μεγαλύτερο μου αδελφό Θανάση, τον πατέρα μου και την γιαγιά, την μητέρα του πατέρα μου, που όταν οι Τούρκοι μας κυνήγησαν από το σπίτι μας στην Καππαδοκία, και αφού στον δρόμο πέθανε η μητέρα μου, κυνηγημένοι μείναμε οι τέσσερις και εγκατασταθήκαμε σε ένα έρημο σπίτι έξω από την Τραπεζούντα.
Εκεί μια βραδιά στην γιαγιά μου, παρουσιάστηκε στον ύπνο της, ένας σοβαρός και πολύ χαριτωμένος άνθρωπος και με παρακλητικό ύφος της είπε: «Σε παρακαλώ γιαγιά, πες στα παιδιά και εγγόνια σου να μη με κατουρούν».

Η γιαγιά μας επειδή είμαστε κυνηγημένοι και κατατρομαγμένοι από τους Τούρκους, νόμισε ότι πρόκειται για ένα κοινό όνειρο και δεν έδωσε καμία ιδιαίτερη σημασία.

Το όνειρο αυτό επαναλήφθηκε τρεις νύχτες συνέχεια και ήταν πολύ ζωντανό, αλλά η γιαγιά μας και πάλι δεν είπε τίποτε στον πατέρα μου.

Την τετάρτη όμως νύχτα στον ύπνο και πάλι της γιαγιάς μου ξαναπαρουσιάστηκε ο άνθρωπος εκείνος, αυτή τη φορά όμως πολύ φοβερός την όψη και απειλητικά της είπε: «Είμαι ο Γεώργιος Ελευθεριάδης, σε ειδοποίησα τρεις φορές να πεις στα παιδιά σου να μη με κατουρούν και εσύ δεν είπες τίποτε, μάθε λοιπόν πώς αν κι αυτή τη φορά δεν θα τους πεις να σταματήσουν να μη με κατουρούν, θα πάθετε μεγάλο κακό».

Μετά απ' αυτό το όνειρο ή γιαγιά μου ξύπνησε τρομαγμένη, πήγε ξύπνησε τον πατέρα μου και με φόβο διηγήθηκε το τρομερό εκείνο όνειρο, που όπως είπαμε από ημέρες συνέχιζε να βλέπει.

Τι είχε συμβεί λοιπόν, εγώ με τον αδελφό μου και τον πατέρα μου, είπε ο Μοναχός Ιωαννίκιος στον Γέροντά μου, βγαίναμε την νύχτα από μια πόρτα που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνούσαμε από ένα ξέσκεπο διάδρομο και ακριβώς εκεί κάτω πού ήτανε χωράφι ουρούσαμε.

Όταν η γιαγιά είπε το όνειρο στον πατέρα μου, το πρωί σαν ξημέρωσε, πήγανε με την γιαγιά μου, στο σημείο εκεί που ουρούσαμε, σκάψανε και σε βάθος δύο και πλέον μέτρων, βρήκανε ανθρώπινο σκελετό σε κανονικό τάφο.

Πήραν τα οστά που ήσαν πεντακάθαρα, τα πλύνανε με κρασί, κατά την συνήθεια που είχαν, με πολύ ευλάβεια, η γιαγιά μου τα θύμιασε με λιβάνι και τοποθέτησε τα οστά αυτά μέσα σε κάσσα και τα έβαλαν στο ράφι του σπιτιού.

Το ανεξήγητο δράμα της Γιαγιάς και του πατέρα
Το βράδυ της ημέρας εκείνης, παρουσιάζεται πάλι σοβαρός εκείνος άγνωστος, με χαρούμενο αυτή την φορά ύφος και είπε στην γιαγιά και στον πατέρα μου, διότι αυτή τη φορά παρουσιάστηκε στον ύπνο και στους δυο: «Σας ευχαριστώ πολύ, για το καλό που μου κάνατε, θα παρακαλώ τον Θεό και ουράνιο πατέρα μας, να σας φυλάξει από κάθε κίνδυνο στη ζωή αυτή, να σας ανταμείψει στην άλλη ζωή την αιώνια και να σας χαρίσει την βασιλεία των ουρανών».

Αυτό το πράγμα, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει θεός, άλλη ζωή, κρίσις και ανταπόδοσις; Αυτά τα πράγματα δεν χωράνε στο φτωχό μου μυαλό και δεν μπορώ ούτε να τα καταλάβω, ούτε να τα εξηγήσω αλλά ούτε και να τα ξεχάσω.
Διότι εξέτασε ο πατέρας μου στην Τραπεζούντα για το όνομα αυτό, που στο όνειρο της γιαγιάς μου φανερώθηκε ο ξένος και δήλωσε, το βρήκε ότι υπήρχε πλούσια οικογένεια με το όνομα αυτό του Γεωργίου Ελευθεριάδη, πριν από 300 περίπου χρόνια.

Αν δεν υπάρχει Θεός; Αν δεν υπάρχει άλλη ζωή; Αν δεν υπάρχει βασιλεία των ουρανών και ανταπόδοση και ανταμοιβή αιώνια; Τότε ο άνθρωπος εκείνος, πώς μας φανέρωσε ότι υπάρχει και ζει κι ότι ο σκελετός του, τα οστά του μολύνονται και λερώνονται από τις ακαθαρσίες και τα ούρα τα δικά μας; Και όταν τα ανακαλύψαμε ήλθε πάλι και μας ευχαρίστησε και μας είπε καθαρά, ότι θα παρακαλέσει το Θεό, τον ουράνιο Πατέρα μας κλπ. που ανέφερε στην γιαγιά μας; Όλα αυτά, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να τα εξηγήσω και να τα καταλάβω, όπως σας είπα, τί σημαίνουν;

Β' Κρίσις και ανταπόδοση του καλού και του κακού

Επίσης, σε όλη μου τη ζωή παρατήρησα πως, ότι και να κάνει ο άνθρωπος είτε αδικία είτε καλοσύνη, οπωσδήποτε θα πληρωθεί. Αυτό δεν μπορεί κανείς να μου το αμφισβητήσει ή να το διαψεύσει και να με πείσει για το αντίθετο.

Δηλαδή, αν κάνεις αδικία θα τιμωρηθείς με τέτοιο τρόπο, που δεν θα καταλάβεις από που σου ήρθε, όπως λέτε εσείς οι Καλόγεροι «εν άλλοις πταίομεν καί εν άλλοις τιμωρούμεθα».

Αν πάλι κάνεις καμία καλοσύνη ή ελεημοσύνη, θα πληρωθείς με κρυφό ή και φανερό τρόπο. Όταν πάλι κάνει κανένας εκδίκηση θα τιμωρηθεί και μάλιστα πολύ σκληρά.

Έτσι πολλές φορές έρχομαι σε δύσκολη θέση και λέω στον εαυτό μου, εφόσον δεν υπάρχει τίποτε, τότε ποιος διευθύνει και κατευθύνει όλα αυτά τα πράγματα;
Ο Γέροντάς μου τότε βρήκε την ευκαιρία και του ανέφερε την παραβολή που λέγει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στο ιερό Ευαγγέλιο για τον άσπλαγχνο και πλούσιο και τον πτωχό Λάζαρο (Λουκ. ΙΣΤ' 19-31), (Ματθ. Ε' 14-20, ΣΤ' 10-13, Ζ' 21) και άλλα πολλά, για το Θεό, για τον Παράδεισο, και για την Κόλαση, όπως περιγράφονται στις Ευαγγελικές περικοπές: Ματ. Ε' 22-29, Η' 12, Γ" 28, ΙΓ' 42•- 50, ΚΒ' 13, ΚΓ' 24-33, ΚΔ' 30) και για τα διάφορα κολαστήρια όπως τα ονομάζουν οι άγιοι Ευαγγελισταί: «το πυρ το άσβεστον, οπού ό σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μάρκ. Θ' 43, 44, 48 καί Λουκ. ΙΓ'28 κλπ.).

Από τότε ο πάτερ Ιωαννίκιος έπεσε σε αμφιβολία και λίγο λίγο άρχισε να σκέπτεται σοβαρώτερα και να φιλοσοφεί πάνω σ' αυτά τα θαύματα τόσο πού τον αξίωσε ο Θεός, προς το τέλος της ζωής του, να εξομολογηθεί με ειλικρινή μετάνοια και με πραγματική συντριβή της καρδιάς του πίστεψε και ζήτησε να κοινωνήσει το Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ομολογήσας και παραδεχθείς όλα τα Μυστήρια της αγίας Εκκλησίας μας ιερά και άγια και έφυγε από την ζωή αύτη μετανοιωμένος και διορθωμένος, με ζωντανή την πίστη της αιώνιας ζωής και με την ελπίδα της -ψυχικής σωτηρίας πλησίασε και πήγε κοντά στον Δεσπότη Χριστό, να ζει αιώνια. 

πηγή

«Μὴ συνηθίζεις νὰ κουβεντιάζεις γιὰ πράγματα, ποὺ δὲν είδες μὲ τὰ ίδια σου τὰ μάτια, σὰν νὰ τὰ έχεις δει. Μὴ βεβαιώνεις μὲ πεποίθηση εκείνα, ποὺ έχεις μόνο ακούσει. Συνήθιζε τὴ γλώσσα σου νὰ λέει πάντα αλήθεια. Τὸ ψέμα γεννιέται συχνὰ απὸ τὴ επιθυμία νὰ αρέσουμε στοὺς ανθρώπους κι απομακρύνει απὸ τὴν ψυχὴ τὸ φόβο του Θεού»: Αββάς Ησαΐας

https://fbcdn-sphotos-d-a.akamaihd.net/hphotos-ak-ash3/488071_605013032857721_2091650917_n.jpg

Όταν τα Playmobile κάνουν επανάσταση!



http://www.enromiosini.gr/wp-content/files/2014/07/6.jpg
http://www.enromiosini.gr/wp-content/files/2014/07/2.jpg

http://www.enromiosini.gr/wp-content/files/2014/07/4.jpg

http://www.enromiosini.gr/wp-content/files/2014/07/5.jpg

http://www.enromiosini.gr/wp-content/files/2014/07/3.jpghttp://www.enromiosini.gr/wp-content/files/2014/07/7.jpg

Γάζα. Χίλιοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες σε εκκλησία ορθοδόξων: «Ο θεός να ευλογεί τους χριστιανούς. Μόνον αυτοί κάνουν κάτι για εμάς»

 
Το γύρο του κόσμου κάνει η στάση της Ελληνορθοδοξίας στη Γάζα... που άνοιξε τις πόρτες για την προστασία των Παλαιστινίων!
Γάζα. Χίλιοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες σε εκκλησία ορθοδόξων: «Ο θεός να ευλογεί τους χριστιανούς. Μόνον αυτοί κάνουν κάτι για εμάς»

Ο αρχιεπίσκοπος Αλέξιος άνοιξε την εκκλησία του Αγίου Πορφύριου σε όλους: «Δεν έχει καμία σημασία αν είναι χριστιανοί ή μουσουλμάνοι. Αυτό είναι το καθήκον της εκκλησίας». Μια γυναίκα γέννησε μέσα στην εκκλησία: «Υπάρχει η ζωή πέρα από τον θάνατο»

πηγή 

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

http://antidosis.files.wordpress.com/2014/02/cf87ceb5cf81ceb9ceb1-2000.jpg

Πέρα από τα όρια της λογικής. Το μεταφυσικό θρίλερ του ισλαμισμού σε όλη του την αποκρουστικότητα. Με άρτιο πολεμικκό εξοπλισμό,ατσαλάκωτες στρατιωτικές στολές,μαύρες κουκούλες για να κρύβουν τη μη αραβική καταγωγή τους,γιλέκα αυτοπροστασίας τελευταίας κοπής,ασιατικά και ευρωπαικά χαρακτηριστικά ,εικονίζονται στην αναμνηστική φωτογραφία μετά την τελετουργική σφαγή στο στρατόπεδο.Αφού μακελάρισαν σαν βουβάλια νέα παιδιά φωτογραφίζονται σε χώρο της Μονάδας να προσεύχονται…..σε ποιόν θεό άραγε; Λογαρισμός twitter της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος δημοσίευσε και νέες φωτογραφίες από την κατάληψη του στρατοπέδου της 17ης Μονάδας του Συριακού Στρατού στη Ράκκα και από αποκεφαλισμούς συρίων στρατιωτών.

εδώ

ΗΠΑ: Τα αρχίζουν να «μαλακώνουν» την εικόνα της παιδικής πορνογραφίας στο κοινό

http://www.seate.gr/ekselikseis/m04-85725pedofilia.jpg




Του Michael Hoffman (On the Contrary)


Ως πρώην δημοσιογράφος των κατεστημένων μέσων ενημέρωσης (Associated Press) είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε ενδείξεις ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να αλλάξουν σιγά - σιγά τα μυαλά μας και να ξεπεράσουμε τις «παραδοσιακές» αντιρρήσεις ως προς τις μορφές της ηθικής αθλιότητας. Αυτό συνήθως αρχίζει με ανεπαίσθητες αλλαγές και συνθήματα που προέρχονται από συντάκτες σε υψηλά επίπεδα εταιρικών μέσων ενημέρωσης.


Παρατηρήστε το παραπάνω απόκομμα της εφημερίδας. Η δημοσίευση έγινε το πρωί της 17ης Ιουλίου 2014, στην εφημερίδα ‘Spokesman-Review’ της Ουάσιγκτον. Το άρθρο αυτό αφορά τη σύλληψη υποστηρικτών παιδικής πορνογραφίας ("παιδόφιλοι"), συμπεριλαμβανομένων "γιατρών, δικηγόρων" και πρώην αξιωματικών της αστυνομίας!


Η λεπτή επεξεργασία βρίσκεται στη δεύτερη παράγραφο: «...ιστορίες που κάνουν πάταγο και αφορούν σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων εμφανίζονται τακτικά στις εφημερίδες, με κάποιους επικριτές να κατηγορούν ότι δημιουργείται στο κοινό μια υστερία για το συγκεκριμένο θέμα».


Παρατηρήστε ότι το άρθρο δεν λέει ότι η παιδική πορνογραφία είναι ακίνδυνη. Μόνο ότι είναι "σκανδαλοθηρική", από «κακές» κουτσομπολίστικες "εφημερίδες", οι οποίες το παρακάνουν δημιουργώντας υστερία στον κόσμο σχετικά με το "θέμα".


Παρατηρήστε ότι η παιδική πορνογραφία περιγράφεται ως ένα «θέμα», δεν αποτελεί έγκλημα. Το άρθρο δεν αναφέρεται ποτέ σε αυτήν ως έγκλημα. Προφανώς, η προβολή της παιδικής πορνογραφίας δεν δημιουργεί από μόνη της «πάταγο». Έχει "σκανδαλοθηρική" χροιά από «κακές» "εφημερίδες."  Τόσο μεγάλη ανησυχία για την παιδική πορνογραφία είναι ενδεικτική «υστερίας».


Το άρθρο αυτό φαίνεται να είναι το πρώτο βήμα μιας ελεγχόμενης εκστρατείας μέχρι να μαλακώσει τον αμερικανικό λαό, ώστε να μπορέσει να εγκρίνει την αποποινικοποίηση της παιδικής πορνογραφίας, όπως ακριβώς είχαμε "μαλακώσει" ως προς την αποποινικοποίηση του σοδομισμού και της νομικής έγκρισης του «γάμου» των σοδομιτών.


Αυτή η επεξεργασία ακολουθείται σχεδόν πάντα σταδιακά και συγκρατημένα, έτσι ώστε να μην τρομάξει τους στόχους της πλύσης εγκεφάλου στο να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα προετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την «παραδοσιακή» ηθική τους και «να συμβαδίσουν με την εποχή».


Πόσο πιθανό θα ήταν άραγε όλα αυτά τα «ελεύθερα και αμερόληπτα» μέσα μαζικής ενημέρωσης να έπαιρναν μια θέση στην έκθεση της ADL (Anti-Defamation League – η εβραϊκή οργάνωση των ΗΠΑ που έχει σαν σκοπό την «καταπολέμηση του αντισημιτισμού»), εάν αναφορικά με ένα υποθετικό «αντισημιτικό κύμα εγκληματικότητας», έγραφαν σε άρθρο σχετικά με «ιστορίες αντισημιτισμού που κάνουν πάταγο και που προβάλλονται από σιωνιστικές οργανώσεις, ορισμένοι επικριτές κατηγορούν ότι δημιουργούν μια υστερία στο κοινό για το θέμα». Φανταστείτε την κατακραυγή από το ισραηλινό λόμπι και τους μπάτσους της σκέψης.


Θα υπάρξει άραγε κατακραυγή από το λαό ενάντια σε αυτό που τα μέσα ενημέρωσης έχουν αρχίσει να «μαγειρεύουν» σε σχέση με τη διεθνή σέκτα της παιδικής κακοποίησης; Να είστε σίγουροι ότι στα πλαίσια αυτής της σέκτας είναι πολλοί εξαιρετικά ισχυροί άνθρωποι που θα ήταν πολύ ευτυχείς να δουν το νόμο και τις αρχές να χαλαρώνουν, ως ένα πρώτο βήμα μιας συστηματικής πορείας προς την κοινωνική αποδοχή της παιδικής πορνογραφίας σε μια ολοένα και πιο κτηνώδη αμερικανική κοινωνία.

Οι γενιές που θρέφουν αγίους

  http://www.dogma.gr/files/Image/2014/03/08/dobri05.jpg
 
ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Οι γενιές που θρέφουν αγίους
Μα εκείνο που ομόρφαινε τα βράδια τα νησιά μας ήταν οί λεγόμενες βεγγέρες. Οι νύχτες στο σκοτεινό χωρίο το χειμώνα ήταν ατέλειωτες και οι λάμπες με το 5 νούμερο γυαλί λίγο φέγγανε στο εσωτερικό του σπιτιού. Κι αυτές ήταν πάντα χαμηλωμένες, να μην κάψουν πολύ πετρέλαιο. Οικονομία παντού. Στο νερό, στα ξύλα, στο φαγητό, στα ρούχα. Πιο παλιά μήτε λάμπες δεν υπήρχαν. Ό βενετσιάνικος λύχνος έφεγγε στη μάννα να εργοχειρήση. Εκεί, μπροστά στη βενετσιάνικη λουσέρνα, όπως την έλεγαν, συναγμένοι παππούδες, γονείς και παιδιά, διάβαζαν τα συναξάρια των Αγίων, αφηγούνταν θαύματα, θαλασσινές περιπέτειες, τυραγνίες του γένους μας, πειρατικές επιδρομές στο νησί μας, όπως τίς άκουσαν από τους παλιούς.
Κι ήταν όλα μυσταγωγία για μας τα παιδιά. Από μικρός άκουγα το βίο του άγιου Ιωάννου του Καλυβίτου, τους πειρασμούς του Μεγάλου Αντωνίου, τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Έτσι το πρωί, αν ζητούσα κάτι άλλο, έκτος από το παρατιθέμενο, για φαγητό, ή γιαγιά: -Δεν άκουσες, παιδί μου, πόσα υπέφερε ή αγία για την αγάπη του Χριστού, κι εμείς λίγη νηστεία δε θα κρατήσουμε; Κι έτσι όχι μόνο νηστεύαμε, αλλά ποθούσαμε τη νηστεία. Μ” αυτό τον τρόπο οί απέραντες νύχτες του χειμώνα γινότανε οί ωραιότερες ώρες της ζωής. Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση μνημονεύω όλους αυτούς που συγκροτούσανε αυτή την πνευματική πανδαισία και τους θυμάμαι έναν – έναν και τα ονόματα και τίς φυσιογνωμίες τους, αν και πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
Ίσως επεκτείνω το κείμενο πέραν του δέοντος, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου χρεώστη απέναντι στις ταπεινές αυτές ψυχές, που πολλές φορές διηγούνταν κάποια διήγηση ως κομμάτι αναπόσπαστο από τον εαυτό τους. Σαν να είναι ή ίδια ή ζωή τους. Άλλωστε όλα αυτά τα θαυμάσια παραμένουν ακατάγραφα και με την πάροδο του χρόνου και τη σημερινή ψυχρότητα και αδιαφορία, σίγουρα θα λησμονηθούνε από τους επιγόνους.
Ή γριά Στυλιανή, που “χε υπό τη φροντίδα της το δισυπόστατο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, διακρινόταν για την ευλάβεια της, τη σοβαρότητα και τη σεμνότητα του ήθους της. Είχε ζήσει για χρόνια στην ξενιτιά, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω της, μήτε ή κόμμωση, μήτε ή ενδυμασία• παλιακιά γυναίκα και στην εμφάνιση και στους τρόπους. Πολλά χρόνια χήρα, μύριζε λιβάνι και κερί. Στις βεγγέρες είχε το δικό της λόγο, που δεν τον άκουσε, αλλά τον έζησε.
Διηγείτο λοιπόν: Την εποχή που ή ελονοσία μάστιζε τον κόσμο, βγήκα μια φεγγαρόλουστη νύχτα προς νερού μου. Βλέπω μπρος στα χαλάσματα του σπιτιού μας γέροντα με ψάθινο σκουφάκι να μαζεύει σκουπίδια και κάθε άχρηστο και βρώμικο πράγμα. Τον πλησίασα και σεβαστικά τον ρώτησα: «-Τι κάνεις αυτού, Γέροντα;». Και μου αποκρίθηκε: «-Καθαρίζω τον τόπο, γιατί όλοι θα απολεστείτε από τη βρομισιά. Πες στον πρόεδρο, στα στάσιμα νερά να φυτέψει ευκαλύπτους, να καθαρίση το χωριό και να ρίξει παντού άφθονο ασβέστη». «-Ποιος είσαι συ, που τόσο πολύ μας αγαπάς, που και τη νύχτα εργάζεσαι για τη ζωή μας»; «-Είμαι αυτός που φροντίζεις και κάθε απόβραδο μου ανάβεις το καντήλι. Γείτονας σαν είμαι και δε με γνωρίζεις;». Κι έγινε άφαντος. Πράγματι ή κυρά Στυλιανή είπε στον πρόεδρο ότι της συνέστησε ό Άγιος Σπυρίδων. Πολλοί από τους ευκαλύπτους υπάρχουν και σήμερα εις μαρτύριο του θαύματος του Αγίου.
Ή οσιότατη Γερόντισσα Παρθενία Άνδρομανάκου κατέθετε την πνευματική της παρηγοριά: Όταν μόναζα στη Μονή του Χριστού ένα μεγάλο πρόβλημα με απασχολούσε. Δεν ήθελα να προχωρήσω, χωρίς να λάβω πληροφορία. Πήγα στον τάφο του οσίου Αρσενίου• άφησα την- καρδιά μου να ξεχειλίσει και τα μάτια μου να λούσουνε την πλάκα του τάφου του. Στο τέλος της δέησης μου πρόσθεσα, όπως πάντοτε: «-Δι” ευχών του οσίου πατρός ημών Αρσενίου». Ευθύς άκουσα φωνή από τον τάφο: «-Αμήν, Παρθενία μου».
Και συνεχίζει ή Γερόντισσα: Ηκουσα πως στο Αγιον Όρος στις αγρυπνίες κουνούν τους πολυελέους και τα καντήλια, για να έρθει χαρά και από το ουρανό. Στο δικό μας ταπεινό ησυχαστήριο δεν τα σείουμε εμείς, αλλά ό όσιος Φιλόθεος ό Αθωνίτης. Ψαλλάμε αγρυπνία στη γιορτή του οσίου με την αδελφή μου Αναστασία μοναχή, τη χήρα Γαρυφαλιώ Τριπολιτσιώτη και τον ανιψιό μου Μανόλη. Τα πάντα τα είχαμε κλειδωμένα, γιατί ό τόπος είναι έρημος. «Έβαλα στο νου -μου να ψάλουμε και λίγους στίχους από τα Ανοιξαντάρια, όπως τα έμαθα από τη μακαρίτισσα μεγάλη Γερόντισσα Παρθενία Μάνδηλα. Ευθύς ως άρχισα, είδα το καντήλι του οσίου να κινητοί ρυθμικά μέχρι το τέλος της αγρυπνίας. Λέγω στους άλλους: «-Βλέπετε ό όσιος χαίρεται με την αγρυπνία μας, δέχεται τη δέηση μας». Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ελέησαν ημάς.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Κανείς δεν περνούσε μπροστά από Εκκλησία, χωρίς να σταυροκοπηθεί.
Είδα ανθρώπους, μπορώ να πω αχρήστους, το πρωί που περιδιάβαιναν τις Εκκλησιές, για να φτάσουν στη δουλειά τους, να κάνουν συνέχεια το σταυρό τους. Ήτανε το χωριό μικρό μοναστήρι, που στοιχιζότανε, όχι μόνο στις γιορτές αλλά και στην καθημερινή ζωή, στου μεγάλου Μοναστηριού την ακρίβεια. Έφερε μια κόρη τη μάννα της τη Μ. Παρασκευή να προσκύνηση το Σταυρό. Κι άρχισε ή γιαγιά να ζήτα να προσκύνηση όλες τις εικόνες. Νευρικά ή κόρη της προσπάθησε να την αποτρέψει κι ή γριά μάννα της απάντησε, με λόγια που ποτέ δε θα ξεχάσω: -Εγώ, παιδί μου, που ήρθα στην Εκκλησία σήμερα, δεν είμαι ούτε παπάς να λειτουργήσω, ούτε ψάλτης να ψάλω. Κεριά θ” ανάψω και τις εικόνες θα καταφιλήσω. Ή ζωή του νησιώτη μπορεί να ήταν περιπετειώδης, ριψοκίνδυνη με τα καράβια, τα ταξίδια και τους άπειρους κινδύνους της θάλασσας, αλλ” ήταν θεοφοβούμενος και μπορούσε να λέει το «Ήμαρτον, αλλ” ουκ απέστην από σου, Κύριε». Μου έλεγε ένας σύγχρονος νησιώτης: -Ό πατέρας μου ήτανε πολύ καλός, αλλά είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, ήταν πολύ θεοφοβούμενος.
Είχαμε ανθρώπους που διάβαζαν τρία Καθίσματα του Ψαλτηρίου την ημέρα, όπως στα Μοναστήρια, και άλλους να δανείζουν βιβλία μεταξύ τους, όπως οί Βίοι των Αγίων, ή Αμαρτωλών Σωτηρία, ή Αποστολική Σαγήνη. Και για την Αγία Επιστολή και τον Αγαθάγγελο λόγος να μη γίνεται.
Ό νησιώτης ήταν βιαστής μεγάλος. Αυτό τον βοηθούσε να κρατά αξιοπρέπεια και να μην απλώνει εύκολα το χέρι να λαβή. Είδα ενενηκοντούτης, πριν βγει ή αγροτική σύνταξη, να σκάβει το αμπέλι του καθισμένος σε σκαμνί. -Τι κάνεις εκεί, μπάρμπα; -Προσπαθώ να καλλιεργήσω τον αμπελώνα μου, γιατί δεν έχω άλλον πόρο εκτός από το κρασί. Είδα μοναχό πέρα από τα ενενήντα να βάζει βία στη διακονία του Μοναστηρίου κι θαύμασα τον άνθρωπο που έχει βία διηνεκή, κατά τον όσιο Ιωάννη το Σιναΐτη.
Τα ήθη ήταν αυστηρά. Το ξεγλίστρημα δύσκολο, γιατί υπήρχαν φύλακες άγρυπνοι. Ή Εκκλησία ανυποχώρητη στα χοντρά λάθη. Ενθυμούμαι, κάποτε κοιμήθηκε ο πατέρας μιας γυναίκας, που εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη και τα παιδιά της και συζούσε παράνομα. Όταν πήγαμε με τον παπα να σηκώσουμε το νεκρό, ό παπάς ζήτησε να βγει έξω από το σπίτι ή μοιχαλίδα, για να εισέλθει ό Σταυρός, τον όποιο κρατούσα και εξήλθε χωρίς άλλη κουβέντα. Της επέτρεψε ν” ακολουθήσει την εκφορά από μακριά κι όχι κοντά στο φέρετρο, όπως συνηθιζόταν, και της απαγόρεψε να είσέλθη στο ναό την ώρα της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Στα εννιάμερα έφερε να διαβαστούνε κόλλυβα του πατέρα της. Ήταν ώρα Εσπερινού, παραμονή Θεοφανίων, και δεν έμπαινε στην Εκκλησία παρά το δριμύ ψύχος. Όταν τέλειωσε, βγήκα έξω και της λέγω: -Δεν κρυώνεις να μπεις μέσα; -Δεν κάνει, παιδί μου, πάρε τα κόλλυβα και δός τα στον παπα να τα διάβαση. Αχ, αυτή ή ελαστικότητα της Εκκλησίας σήμερα, καθόλου δεν βοήθα τον κόσμο.
Διαζύγια ένα-δύο άκουσα στα παιδικά μου χρόνια. Τώρα οί περισσότεροι γάμοι δε χρονίζουν. Υπήρχαν οικογένειες που ήταν Εκκλησιές, πιο αυστηρές από τα Μοναστήρια. Κατ” αρχήν σέβονταν τον εαυτό τους. Κανείς δεν περιφερόταν ημίγυμνος, δεν προκαλούσε ό ένας τον άλλον. Δεν επιτρέπεται να κοιμόμαστε ξέσκεποι, γιατί διώχνουμε το φύλακα άγγελο, έλεγε ή μάννα.
Τραγούδια δεν ακούγονταν. Κι αν κάποια κόρη τραγουδούσε την αγάπη της, το έκανε σεμνά κι όχι με ξετσιπωσιά. Άκουσα κόρη να τραγουδά τον εραστή της, την ώρα που σαλπάριζε το καράβι, και νόμιζα πως ψάλλει χερουβικό. Ήταν μια προσευχή και μια ευχή να γυρίσει με της Παναγιάς την προστασία.
Τα μεσημέρια, που νανούριζαν τα μωρά, ακούγονταν από τα ανοιχτά παράθυρα, συνήθως το καλοκαίρια, τα τραγούδια της κούνιας, που ήταν σαν τροπάρια Αγίων.
Ήταν σαν αγγελικός χορός, γιατί ή μάννα ή, ή μάμμη τραγουδούσε το μικρό της με όλον το πόθο της ψυχής της. Δεν έλειπαν από τα τραγούδια τα ονόματα της Παναγίας και του Χριστού μας.
Έκαναν οικογενειακά γλέντια τις καλές ήμερες, αλλά χωρίς να χάνουν την ιδιότητα του άνθρωπου και του ορθοδόξου χριστιανού. Σήμερα τα παιδιά κοιμούνται και παίζουνε με τα μπουζούκια. Καμιά μάννα δεν τραγουδά αιγαιοπελαγίτικους σκοπούς. Κι αν τραγουδήσει, θα πει της εποχής τα άνοστα κι έξαλλα τραγούδια. Για αυτό καλά θα κάνη να σιωπά.
Οί νηστείες τηρούνταν απ” όλους. Εξαίρεση αποτελούσαν αυτοί που δε νήστευαν. Τώρα σπανίζουν αυτοί που νηστεύουν. Και το τριήμερο της Μ. Τεσσαρακοστής ήταν γνωστό στους ευλαβείς νησιώτες. Έπαιρναν ψωμί για τη δουλειά και το γύριζαν άθικτο. -Τι το θες, χριστιανέ μου, του έλεγε ή γυναίκα, και το παίρνεις; -Για το λογισμό, απαντούσε ό σύζυγος. Όλη ή Μ. Τεσσαρακοστή περνούσε με αλαδία. Για την Κυριακή έβαζαν από το Σάββατο το βράδυ ρεβίθια στο φούρνο, για να έχουν ξεγνοιασιά από το φαγητό την Κυριακή στην Εκκλησία.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ – ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ
Χρόνια κλώθω στη σκέψη μου, σαν τη νοικοκυρά που γνέθει το μαλλί στην ηλακάτη, αυτό που διάβασα κάποτε σ” ένα βιβλίο, γραμμένο από ένα κρυστάλλινο μυαλό, που δεν ήταν θεολόγος, άλλ” άνθρωπος που αγαπούσε του τόπου μας τις ομορφιές. Κάθε Μονή είναι το μεγάλο Μοναστήρι, όπου όλα είναι απόλυτα, όλα γίνονται με ακρίβεια, χωρίς οικονομίες και παρεκκλίσεις. Είναι ό παράδεισος, που καλλιεργεί τις αρετές ως τη μοναδική του επιδίωξη. Είναι το ιερό βήμα του τόπου που στέκεται. Είναι ή κατάπαυση των ανθρώπων. Εκεί κανείς σαββατίζει από τα του κόσμου βάσανα και προσμένει την ογδόη ήμερα. Το σπίτι, ή οικογένεια, είναι το μικρό μοναστήρι, που με μία ελάχιστη διαφορά προσπαθεί να βιώνει τη ζωή του μεγάλου Μοναστηρίου. Νηστεύει, προσεύχεται, λειτουργείται, εργάζεται όπως το μεγάλο Μοναστήρι. Στην καθημερινή του ζωή αυτό έχει πρότυπο και προσπαθεί να του μοιάσει. Εκεί καθρεπτίζεται, οσάκις θέλει να καμάρωση την ομορφιά του.
Ό πατέρας είναι ό Γέροντας του σπιτιού, που όλοι τον υπακούνε, και ή μάννα οικονόμησα του σπιτιού, που όλοι τη σέβονται και την αγαπάνε. Δε χάνεται ή πατρότητα κ” ή αρρενωπή αγάπη του πατέρα μέσα στα χάδια, τις τρυφερότητες και συμπάθειες της μάνας. Ό πατέρας δεν καταντάει κουβαλητής μόνο του σπιτιού, γιατί ή οικογένεια δε στοιχίζετε στου γείτονα τα ξενικά φερσίματα (δεν ακούς, έτσι κάνει κι ό γείτονας) αλλά στην αγία παράδοση του Μοναστηριού, σε δοκιμασμένο τρόπο ζωής. Κ” έλεγε κείνο το κρυστάλλινο μυαλό: Όλες οί προσπάθειες των πνευματικών ανθρώπων πρέπει να αποβλέπουνε στη συντόμευση της απόστασης μεταξύ Μονής και οικογένειας, στη γεφύρωση τον χάσματος, ώστε οι λαϊκοί και οί μοναχοί να ζούνε πολύ κοντά και μάλιστα χωρίς να προσπαθούνε να κάνουν οπαδούς, ούτε οί μοναχοί, ούτε οί πνευματικοί ταγοί, αλλά συμπόρευση στη βασιλεία των ουρανών.
Αυτό το γεφύρωμα, την παράλληλη πορεία, την έζησα πέρα για πέρα στα παιδικά μου χρόνια. Γι” αυτό και όταν εισήλθα στο Μοναστήρι, δε δυσκολεύτηκα καθόλου, ούτε να υπακούω, ούτε να αγρυπνώ, ούτε να νηστεύω, ούτε να διακονώ. Είδα το Μοναστήρι ως φυσική απόληξη των παιδικών μου χρόνων. Μου φάνηκαν από την αρχή όλα όμορφα και πανεύκολα. Ήταν ασέβεια να παρακούσω τον πατέρα, όπως οί μοναχοί το Γέροντα στο Μοναστήρι. Και ήταν αγνωμοσύνη μεγάλη να μη σεβαστώ τη μάννα που θυσιαζόταν για όλους.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ – ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Αν ό ιερέας συναντούσε κάποιες λειτουργικές ή ποιμαντικές δυσκολίες, με πολλή εμπιστοσύνη αποτεινότανε στο Μοναστήρι. Όταν κοιμήθηκε κάποιος που τον κατηγορούσανε μασόνο, ό παπάς αποτάθηκε στο Μοναστήρι, αν πρέπει να κάνη κηδεία δεν το αποφάσιζε μόνος του. Και σε βεβαρημένες περιπτώσεις εξομολογήσεων τους παρέπεμπαν στο Μοναστήρι• δεν έπαιρναν ευθύνη. Άλλωστε στη συνείδηση των Παριανών κατ” εξοχήν πνευματικός είναι ό ηγούμενος ή ό παπάς του Μοναστηρίου.
Ή εκκλησιαστική ζωή στο χωριό ήταν πιστό αντίγραφο του Μοναστηρίου. Ό Όρθρος κι ό Εσπερινός τηρούνταν απαρασάλευτα. Αν στην ώρα δε χτυπούσε ή καμπάνα, όλοι ρωτούσαν: -Λείπει ό παπάς; είναι άρρωστος; γιατί δε χτύπησε Εσπερινό; Ό Εφημέριος του χωρίου ήτανε πάντα ό παπάς μας, ό δικός μας παπάς, οποίος κι αν ήτανε. Έτσι ή αγαπητική διάθεση για τον παπά εξαφάνιζε την ιεροκατηγορία. Αν κάποιος έλεγε κάτι κακό κατά του παπά, άκουγε την επιτιμητική απάντηση: -Εκεί που στέκεται ό παπάς, εμείς δεν μπορούμε να σταθούμε.
Σ” όλες τις ακολουθίες, τις καθημερινές λειτουργίες και τις προηγιασμένες έψελναν γυναίκες, που αν και ήταν απαίδευτες, διάβαζαν κι έψαλλαν σωστά, και μάλιστα διατηρούσαν το πομπώδες ύφος της Ανατολής, που ή φωνή τους γέμιζε τους θόλους των Εκκλησιών. Από τα βαθιά χαράματα, παρά τις υποχρεώσεις τους, βρίσκονταν στις Εκκλησίες, σαν τις Μυροφόρες στον τάφο του Χριστού. Και τα παιδιά δεν απουσιάζαμε από το χορό τους. Από αυτές έμαθα και να ψάλλω και να διαβάζω και να γονατίζω και να προσκυνώ και να σταυροκοπιέμαι, πότε να στέκομαι όρθιος και πότε να κάθομαι. Ήξεραν πότε πρέπει να κάμουν σταυρό και ήταν πάντα το χέρι έτοιμο να σταυροσημειωθούνε. Κουπί το χέρι για σταυρό στην ακολουθία. Το άκουσμα Χριστός, Παναγία, όνομα αγίου, είχε σταυρό. Και καθετί που πράττανε, δεν το έκαναν γιατί άπλα έτσι το παρέλαβαν, έτσι το είδαν στους παλιούς, αλλά είχανε βαθιά επίγνωση των τελουμένων στο χώρο της Εκκλησίας.
Είπα κάποτε σε γιαγιά: -Γιατί ανάβετε στο Ευαγγέλιο κεριά και κάνετε θόρυβο, που ενοχλεί τον Επίτροπο; Οί γιαγιάδες από την είσοδο τους στην Εκκλησία άναβαν και κρατούσαν δύο κεριά• ένα ν” ανάψουν στο Εωθινό κι ένα στο Ευαγγέλιο της Λειτουργίας. -Παιδί μου, ό επίτροπος τα κάνει από αγνοία, κι ενώ διαμαρτύρεται για τα δικά μας κεριά, εκείνος συγχρόνως ανάβει λαμπάδα στην Ωραία Πύλη, για να διάβαση ό παπάς το Ευαγγέλιο. Τα παλιά τα χρόνια, όταν ό ετοιμοθάνατος έγραφε τη διαθήκη στα παιδιά του, που συνήθως γινότανε νύχτα, γιατί τότε βρίσκονταν όλοι, οι παρευρισκόμενοι βαστούσαν κεριά αναμμένα. Και το Ευαγγέλιο είναι ή Διαθήκη του Θεού στον κόσμο. Πως επιγράφεται το Ευαγγέλιο; Καινή Διαθήκη. Οσάκις διαβάζεται, μη βλέπεις τον παπά που το απαγγέλλει, ό ίδιος ό Θεός μας το παραδίδει και γι” αυτό ανάβουνε κεριά οί πιστοί. Ας μας αφήσουν να κρατάμε τις παλιές παραδόσεις, για να τις βρείτε κι εσείς.
Ή παράδοση της Εκκλησίας, είτε γραπτή είτε προφορική, είναι αγία και σωτήριος. Ποιος παλιός πιστός, όταν άκουγε στη θ. Λειτουργία το «Ευλογημένη ή Βασιλεία», δεν ψιθύριζε: Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος, κι όταν άκουγε, «Πρόσχομεν, τα αγία τοις αγίοις», δεν έλεγε καθ” εαυτόν: Εις βοήθειαν πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών; και στη συγχωρητική ευχή των Κολλύβων «Ό Θεός των πνευμάτων», στη φράση «ο Θεός συγχώρησαν», όλοι μαζί οί πιστοί επαναλάμβαναν: ό Θεός συγχώρησαν. Τώρα τους μοιράζεις κόλλυβα και αντί Θεός σχωρέσ” τους, σου λέγει: Ευχαριστώ!
Ποιος μεταλάμβανε, χωρίς να συνδιαλλαγή με τον αδελφό του; Είτε έφταιγε Είτε όχι, ή μετάνοια γινότανε βαθιά. Ποια γιαγιά δε στεκότανε σεβίζουσα στον Εξάψαλμο και στον Προοιμιακό και δε μετάνιζε στην «Τιμιωτέρα»; Τώρα μήτε όρθιοι στέκονται. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει καθίσματα, αλλά στασίδια, λίγο ν” ανακούφισης τη μέση σου. Ή όρθία στάση ήταν πάντα ή στάση της προσευχής.
Κι ό χαιρετισμός μεταξύ των ανθρώπων πόση χαρά είχε! «Αν δε χαιρετούσες, δεν καλημέριζες τον πλησίον σου και τον αδελφό σου, ήτανε λόγος αποχής από τη θεία Κοινωνία! Κι εκείνος ό πασχαλιάτικος χαιρετισμός, Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!, πόσο μεγαλείο είχε! Οι βαρύτονες φωνές του γεωργού και του ψαρά έκαναν τα βουνά και τις θάλασσες ν” αντιλαλούν το Χριστός ανέστη! και το Αληθώς ανέστη! Και αυτό σαράντα μέρες διαλαλείτο από τους πιστούς. Και τώρα, μια μέρα και μόλις ακούγεται. Λες, Χριστός ανέστη! και παίρνεις την ελεεινή απάντηση, Χρόνια πολλά. Άραγε θα γυρίσουνε τα χρόνια και θα έρθουν οί καιροί της χαράς και της αγάπης; Κι ό ασπασμός όλων των ανδρών στην προσκύνηση του Ευαγγελίου την ημέρα του Πάσχα ήταν κάτι ξεχωριστό και μια ζεστασιά μεταξύ των ανθρώπων. Τώρα νεκρική παγωνιά. Ντουβάρια σηκώσαμε μεταξύ μας. Μήτε χαιρετιόμαστε, μήτε ασπαζόμαστε.
Γνώριζαν στην Απόλυση να κατεβαίνουν από τα στασίδια. Ήταν ώρα αρχοντιάς. Έπρεπε να αφανιστεί κάθε λογισμός αντιπαλότητας και να έρθει ό ένας κοντά στον άλλο και όλοι μαζί κοντά στον παπα, για να αποχαιρετιστούνε με τον παπά, μεταξύ τους, και με τους Αγίους. Ήτανε ή ώρα της μεγάλης ευχής, της μεγάλης αίτησης, το μεγάλο παρακάλιο του παπα, όλοι οί Άγιοι να δεηθούνε, να μας ελεήσει ο Θεός. Πόσο φτωχή είναι αυτή ή ευχή της Απολύσεως, όταν μνημονεύονται ελάχιστοι Άγιοι! —Μνημόνευε, έλεγαν οί παλιοί παπάδες, όλους τους Άγιους, από τους πρώτους μέχρι τους νεωτέρους, για να αποδεικνύεται πως το Πνεύμα το Άγιο υπάρχει πάντα στην Εκκλησία και αναδεικνύει Οσίους και Μάρτυρες. Κανένας δεν έστρεφε προς την πόρτα, αν δεν άκουγε το «Δι” ευχών». Άκουσα γυναίκα να παρατηρεί το σύζυγο της, που έφυγε πριν το «Δι” ευχών» από τη Λειτουργία με τα εξής λόγια: -Έφυγες προ του «Δι” ευχών» σαν τον Ιούδα, που έφυγε πριν τελείωση το μυστικό τραπέζι και μπήκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, για να παραδώσει το Χριστό. Ιούδας λοιπόν ό αποχωρών προ της Απολύσεως.
Μια εικόνα ακόμα, που διατηρώ πολύ ζωντανή στη θύμηση μου, είναι ό τρόπος που εκκλησιάζονταν ορισμένες άπλες ψυχές. Ούτε στους μοναχούς δε συνάντησα τόση αληθινή παρουσία στη λατρεία. Αυτοί οί ευλογημένοι, παρά το γήρας τους, έστεκαν στηριγμένοι στο ροζιάρικο ραβδί τους μπροστά στο σολέα, σα να ήτανε πρώτη φορά που άκουγαν θεία Λειτουργία. Με ανοιχτό το στόμα κι ορθάνοιχτα μάτια, καρφωμένα κυριολεκτικά στο θυσιαστήριο, παρακολουθούσαν τα τελούμενα. Τα ηλιοκαμένα και θαλασσοδαρμένα τους πρόσωπα έλαμπαν από χαρά. Όταν κάποιος παπάς στο χωριό λειτουργούσε πολύ πρωί και σχεδόν κάθε μέρα, και δινόταν έτσι ή δυνατότητα στον εργαζόμενο να παρακολούθηση τη θεία Λειτουργία, άκουσα αγρότη, μόλις κάθισε στο γαιδουράκι του, να μονολογεί τα έξης σταυροσημειούμενος: -Δόξα τω Θεώ, άκουσα και σήμερα του Αγίου Σάββα τη” Λειτουργία. Μεγάλο πράγμα να λειτουργείσαι κάθε μέρα. Γίνεσαι και συ Άγιο Βήμα, Ιερό θυσιαστήριο. Κύριε, μη μου το στερήσεις.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ – ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Το απόγευμα ή καμπάνα του “Εσπερινού ήταν για όλους σημείο – κλείσιμο της ημέρας. Ό ζευγολάτης σταματούσε τα βόδια και με το ένα χέρι βαστούσε την όχδερη και με το άλλο σταυροκοπιότανε κοιτάζοντας προς το χωριό. Και ήξερε πόσες σφύρες χωράφι έχει να κάνει ακόμα έως ότου νυχτώσει. Και ο βοσκός ξεσαλάγιασε τα ζωντανά του για να πλησιάζει στο χωριό. Η μάνα με τη μαμή που αυτή την ώρα συνήθως εργοχειρούσαν όταν άκουγαν διπλοκάμπανο έλεγαν: -Απόψε έχει είσοδο ό Άγιος, είναι σχόλη αύριο, και μάζευαν το εργόχειρο. Χρειάστηκε να έρθω στο Άγιο Όρος, για να καταλάβω την κουβέντα της γιαγιάς μου, έχει είσοδο ό άγιος. Και ή μέρα έκλεινε πάντα με προσευχή μπροστά στις άπειρες εικόνες του σπιτιού. Το προσκυνητάρι της οικογενείας ήταν στο δωμάτιο των γονιών. Ούτε στο χώλ, ούτε στην κουζίνα. Εκεί άναβε το καντήλι και κάπνιζε το λιβανιστήρι. Κάθε κόρη, για να παντρευτεί, έπρεπε μαζί με όλα τα αλλά να έχει προικιό καντήλι, μπρούτζινο λιβανιστήρι, σφραγίδα για τα πρόσφορα και εικόνες. Ό γαμπρός γινότανε δεκτός στο σπίτι με την εικόνα του. Κι ή πεθερά παρέδιδε στη νύφη την εικόνα με λειτουργική ευλάβεια, όπως την παρέλαβε και κείνη. -Αύτη ή εικόνα, νύφη, θέλει ευλάβεια• θα την πηγαίνεις στη γιορτή της στην Εκκλησιά, θα λειτουργείται, και θα την γιορτάζεις πάντοτε με αρτοκλασία. Το θέλει ή εικόνα, ό Άγιος. Μην το αμελήσεις, θα πάθεις κακό. Πίσω απ” αυτό το οικογενειακό εικόνισμα γράφονταν οί γεννήσεις των παιδιών. Τα περισσότερα μάλιστα σπίτια, επειδή το χωριό είχε πολλές Εκκλησιές, κληρονομούσανε ν” ανάβουν κι από ένα καντήλι. Αν πήγαινε άλλος να βάλει λάδι στο καντήλι, έπρεπε να πάρει αδεία από το δικαιούχο. Και αυτό ήταν μια άτυπη αλλά σεβαστή από όλους παράδοση. Έτσι κάθε σούρουπο, που φαινόταν ό αποσπερίτης, το χωριό γινότανε μοναστήρι. Κάθε νοικοκυρά με το ροΐ στο χέρι πήγαινε στην Εκκλησιά, ν” ανάψει το καντήλι. και ήταν το θέαμα εξαίσιο• ή μάννα με τις τρύπιες παντούφλες, την φθαρμένη ζακέτα και τη χιλιομπαλωμένη ποδιά, μαντηλωμένη, για να φυλαχθή από το βραδινό ψύχος, να βαστά λάδι από το υστέρημα της, για να το προσφέρει στον άγιο. Οι Εκκλησιές ήταν όλες ανοιχτές, τα καντήλια αναμμένα και το θυμιατό στο σολέα του ιερού ανέδιδε την εύωδία του μοσχοθυμιάματος κάθε βράδυ, κάθε μέρα. Τι άλλο θέλει να δη ή ψυχή, για να τραφεί πνευματικά;
Και όλες εκείνες οί αγίες εικόνες ήταν χάρμα οφθαλμών. Κρητικής τεχνοτροπίας, Ιστορημένες στα βασανισμένα χρόνια της σκληρής σκλαβιάς. Μ” ένα απλό κοίταγμα διασταυρώνονταν τα μάτια με του Χριστού, της Παναγίας και των Άγίων. Σου απορροφούσαν όλη την προσοχή. Δε χόρταινες να τις βλέπεις ήτανε το θωρεί να δεις. Ό μπάρμπα-Γιώργης ό Χατζής μου έλεγε: -Τι νά δω-»~ πότε θα “ρθω στο Μοναστήρι του πάππου σου, να σταθώ στην εικόνα του θεολόγου, να με κοιτάξει, να τον κοιτάξω. Χάζευε ό νους σου στου Θεού τα πράγματα. Χαρά ήθελες; Τη λάβαινες. Παρηγοριά; Ακόμα περισσότερη. Έτσι οι άνθρωποι που έβλεπαν τις αγίες αυτές εικόνες είχαν ειρήνη κι ομορφιά, που φαινότανε στο πρόσωπο τους, κι ας ήταν ηλιοκαμένοι και θαλασσοδαρμένοι και ταλαιπωρημένοι.
Γινόταν έργο ή ευχή «Σημειωθήτω έφ” ημάς, Κύριε, το φως του προσώπου σου». Ρώτησα μία γερόντισσα, πως πήγε ή επέμβαση στα μάτια της, και μου απάντησε: -Το ένα μόνο μου χάρισε φως, για να βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων και να δοξάζω το Θεό. Εμείς δύσκολα μπορούμε να κάνουμε σήμερα μια τέτοια ομολογία. Τώρα οι άνθρωποι βλέπουνε τέρατα στις τηλεοράσεις και αγρίεψαν, έγιναν θηριοπρόσωποι. Δεν ελπίζουν πια στους αγίους• το είναι τους είναι αφημένο στα χρήματα και στους τάχατες μεγάλους.
Μεγαλώνοντας μέσα σ” αυτό το κλίμα, με πολλή προθυμία βοηθούσαμε τους καταπονημένους γονείς μας. Προσπαθούσαμε, όσο πιο πολλά μπορούσαμε να κάνουμε, για να τους ανακουφίσουμε από τους καμάτους της αγροτικής και ποιμενικής ζωής. Προσέχαμε την απροθυμία και την αντιλογία. Ό Γέροντας Φιλόθεος πολλές φορές με διαβεβαίωσε, πως αυτά τα δύο σταυρώνουν τους γονείς και τους οργίζουν Τα παιδιά μεγαλώναμε μέσα στις Εκκλησίες , κάτω από τα καμπαναριά. Να στολίσουμε στα πανηγύρια την Εκκλησία που γιορτάζει, να ψάλουμε, να διαβάσουμε, να κοινωνήσουμε. Τα παιγνίδια μας ήταν στις αυλές του Κυρίου, κάτω από τα καμπαναριά των Εκκλησιών. Τόση ήταν ή επίδραση της εκκλησιαστικής ζωής στις παιδικές μας ψυχές, που μετά από κάθε λειτουργία και τελετή, στους δικούς μας χώρους, αντί για παιγνίδια, κάναμε λειτουργίες και λιτανείες με όλους τους Ιερατικούς βαθμούς, κι όλες τις αντίστοιχες λεπτομέρειες. Αντί για αλλά δώρα, προτιμούσαμε επιτραχήλια και ράσα. Οι βαπτίσεις στη θάλασσα χειμώνα-καλοκαίρι ήταν μέσα στο πρόγραμμα.
Στις λειτουργικές μας ανάγκες πρώτος αρωγός ήταν ό Γέροντας Φιλόθεος. Θυμιατά, λιβάνια, κεριά και εικόνες από κείνων προμηθευόμασταν. Θυμάμαι ένας μικρός παπάς είπε στην παπαδιά, να της κάνη αγιασμό και ή παπαδιά του απάντησε: -Μας έκανε ό παπάς μου. Τότε ό μικρός: -Ναι, αλλά ό παπάς σου πήρε χρήματα, εγώ δε θέλω χρήματα κι όλη ή χάρη θα είναι σ” αυτό το αγιασμένο νερό. Όλα βέβαια τα παιγνίδια μας γινότανε κάτω από το άγρυπνο μάτι της μάνας.
Όλη ή ζωή του νησιώτη γύρω από την Εκκλησία εξελισσόταν. Γι” αυτό έτρωγε ψωμί και κρεμμύδι, για να χτίση Εκκλησίες και καμπαναριά. Και δεν έκτιζε τις Εκκλησίες ό νησιώτης για να εξάλειψη τις εγκληματικές του πράξεις, κατά το «μία αμαρτία – Εκκλησία». Το κτίσιμο των εκκλησιών δεν ήταν μόνο επιτίμιο πνευματικό. Ήταν και ευλάβεια στο Θεό, ευχαριστία στον Άγιο για τις θαυματουργίες του, ή ήτανε και θεία υπόδειξη και αποκάλυψη.
 

Την Αρετή στης πόλης είδα χθες τη μέση, μαυροντυμένη, σκυθρωπή, γεμάτη θλίψη. Τι έπαθες, ρώτησα. Κι εκείνη μου είπε: στέκουν η Τόλμη, η Γνώση, η Φρονιμάδα στις γωνίες, η Άγνοια κυβερνά κι η Μέθη κι η Δειλία.

ΣΙΩΝΙΣΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ - ΓΕΝΟΚΤΟΝΟΙ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

ΣΙΩΝΙΣΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ - ΓΕΝΟΚΤΟΝΟΙ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΥΣ ΣΙΩΝΙΣΤΕΣ…ΩΣ ΓΝΩΣΤΟΝ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΣΙΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΚΙΖΟΥΝ ΚΑΡΔΙΕΣ! ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ! ΕΠΑΘΕ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥ! ΤΙ ΤΗΣ ΕΙΠΕ…
 
Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΗΜΕΡΑ (24 Ιουλίου) ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ
Η Χριστίνα ήταν 14 χρονών,κόρη χριστιανού ορθόδοξου γιατρού από τη Γάζα. Έπαθε ανακοπή κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού από τα σιωνιστικά F 16. Ο πατέρας της προσπάθησε να την σώσει αλλά δεν μπόρεσε… Η φωτογραφία είναι από την εξόδιο ακολουθία και δημοσιεύθηκε σε άρθρο του Σάμ Μπαχούρ στην αραβική εφημερίδα των Ιεροσολύμων, Αλ Κουντς , "Χριστινούλα, καλό Παράδεισο να έχεις! Συγχώρεσε με που τόσα χρόνια δεν μπόρεσα να κάνω κάτι για να ζήσεις με αξιοπρέπεια, δίχως φόβο".

Καλώς τα παιδιά τα ευαίσθητα

 http://www.philenews.com/data/2013/11/08/se-anodo-o-antisimitismos-stin-evropi-apantoun-oi-evraioi-se-erevna.jpg

Όλο το διαδίκτυο είναι γεμάτο με φωτογραφίες ομαδικών τάφων Εβραίων – κι ας μην ήταν όλοι Εβραίοι – που ξεκληρίστηκαν από τους Ναζί. Γεμάτο με φωτογραφίες από σκελετωμένα πτώματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από πρόσωπα που πάνω τους δεν έχει απομείνει τίποτα εκτός από δύο τεράστια μάτια που χωράνε όλη την απόγνωση του κόσμου μέσα στο Νταχάου. Αυτές οι φωτογραφίες βραβεύθηκαν, επιβραβεύθηκαν, κρίθηκαν πολιτικά ορθές και γεμίζουν μέχρι και σήμερα την καθημερινότητά μας στον αγώνα ενάντια στο νεοναζισμό.

Όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, οι οθόνες σε όλο τον κόσμο γέμισαν με εικόνες νεκρών, με ανθρώπους που έπεφταν από τα γραφεία τους, γυρίστηκαν ντοκυμαντέρ για τους νεκρούς ήρωες πυροσβέστες και αστυνομικούς, γυρίστηκαν συγκινητικές ταινίες για τις ζωές τους και το τέλος τους, το διαδίκτυο γέμισε με τα σπαρακτικά τελευταία τηλεφωνήματα των θυμάτων λίγο πριν σκοτωθούν. Όλα αυτά βραβεύθηκαν, επιβραβεύθηκαν, κρίθηκαν πολιτικώς ορθά και γεμίζουν μέχρι και σήμερα την καθημερινότητά μας στον αγώνα ενάντια στην τυφλή τρομοκρατία με θύματα αθώους πολίτες.

Σήμερα οι φωτογραφίες νεκρών Παλαιστινίων από τη σφαγή στη Γάζα ΕΝΟΧΛΟΥΝ! ΦΡΙΚΑΡΟΥΝ! Θεωρούνται ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ! Υπομονή σύντροφοι με την επιλεκτική ευαισθησία στομάχου. Μόλις σκοτωθεί και το τελευταίο μωρό στην Παλαιστίνη θα σταματήσουν οι φωτογραφίες, το θέμα θα ξεχαστεί κι εσείς θα μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι. Θα σας μείνουν οι φωτογραφίες και τα ντοκουμέντα των «καλών νεκρών». Οι «κακοί νεκροί» θα χαθούν όπως πρέπει και η πολιτική ορθότητα θα θριαμβεύσει γι’ ακόμη μια φορά. Η ισορροπία των επιτρεπτών θεαμάτων θα επανέλθει.

πηγή